Η επίδραση των συστηματικών κινδύνων στις αποδόσεις των μετοχών του Χρηματιστηρίου Αξιών Αθηνών
Master Thesis
Συγγραφέας
Ζαροκώστας, Ελευθέριος
Ημερομηνία
2007-01-25Προβολή/ Άνοιγμα
Θεματική επικεφαλίδα
Χρηματιστήριο Αξιών Αθηνών ; Μετοχές ; Διαχείριση κινδύνουΠερίληψη
Η εργασία αυτή καταπιάνεται µε την ανάλυση του Υποδείγµατος Αποτίµησης Κεφαλαιουχικών στοιχείων, της κριτικής που του έχει ασκηθεί, των µειονεκτηµάτων και πλεονεκτηµάτων του καθώς της εξέλιξης του σε Τρισδιάστατο Υπόδειγµα Αποτίµησης Κεφαλαιουχικών Στοιχείων.
Το Υπόδειγµα Αποτίµησης Κεφαλαιουχικών Στοιχείων (CAPM) θεµελιώθηκε από τους Sharpe (1964) και Lintner (1965) ˙ περιγράφει τη σχέση µεταξύ κινδύνου και αναµενόµενης απόδοσης αξιογράφων που περιέχουν κίνδυνο και χρησιµεύει σαν µοντέλο για την τιµολόγηση τους.. Το CAPM προβλέπει ότι η αναµενόµενη απόδοση ενός αξιογράφου ή ενός χαρτοφυλακίου είναι ίση µε την τιµή ενός χωρίς κινδύνου στοιχείου πλέον του risk premium (επιβάρυνση της τιµής λόγω του κινδύνου) πολλαπλασιαζόµενου µε το συστηµατικό κίνδυνο του περιουσιακού στοιχείου.
Είναι γεγονός ότι µεγάλες εταιρείες, ιδιαιτέρως αµερικανικές, έχουν ενσωµατώσει στην προϋπολογιστική και επενδυτική τους διαδικασία το CAPM, του οποίου η πρακτική αξία αµφισβητείται έντονα τα τελευταία χρόνια. Όταν το µοντέλο αναπτύχθηκε, πριν από 40 χρόνια, αποτελούσε την πρώτη επιτυχηµένη προσπάθεια να εκτιµηθούν ο κίνδυνος των επενδύσεων και το αντίστοιχο κόστος κεφαλαίου, ως η απαιτούµενη απόδοση που αντιστοιχεί σε συγκεκριµένο επίπεδο κινδύνου. Μέχρι πρόσφατα εµπειρικές έρευνες υποστήριζαν το CAPM. Το 1992, όµως, µια έρευνα των Fama και French υποστήριξε ότι το CAPM είναι εντελώς ακατάλληλο για την εκτίµηση της απόδοσης χαρτοφυλακίων ή αξιογράφων. Έκτοτε αρκετές µελέτες έχουν συνταχθεί µε τα αποτελέσµατα των Fama και French, ακόµα και διαφωνώντας ως προς την αιτιολογία.