Οι προσδιοριστικοί παράγοντες του ανταγωνιστικού πλεονεκτήματος στη σύγχρονη επιχείρηση : η διάσταση της δέσμευσης, της συμμετοχής και του ομαδικού πνεύματος των εργαζομένων
Master Thesis
Συγγραφέας
Παπαδόγγονα, Χρυσάνθη
Ημερομηνία
2013-02Επιβλέπων
Πέκκα - Οικονόμου, ΒικτωρίαΠροβολή/ Άνοιγμα
Λέξεις κλειδιά
Ανταγωνιστικό πλεονέκτημα ; Ανταγωνισμός ; Διοίκηση ολικής ποιότηταςΠερίληψη
Η παρούσα διπλωματική εργασία πραγματεύεται τους παράγοντες εκείνους που μπορούν να οδηγήσουν τις σύγχρονες επιχειρήσεις στην δημιουργία ανταγωνιστικού πλεονεκτήματος. Τί είναι αυτό που δημιουργεί αξία στους πελάτες των επιχειρήσεων και κατ' επέκταση γεννά ανταγωνιστικά πλεονεκτήματα; Μέσα από ποιες μεθόδους διοίκησης και τεχνικές οι επιχειρήσεις και τα στελέχη δύνανται να ξεπερνούν τους ανταγωνιστές τους και να αυξάνουν την ανταγωνιστικότητά τους; Η σημαίνει τελικά ανταγωνιστικό πλεονέκτημα και πώς μπορεί να καταστεί διατηρήσιμο; Αυτά είναι κάποια από τα ερωτήματα που προσπαθεί να απαντήσει η παρούσα διπλωματική εργασία. Έτσι, στο πρώτο κεφάλαιο, το οποίο αποτελεί τον προθάλαμο για την ανάπτυξη του ζητήματος του ανταγωνιστικού πλεονεκτήματος, θα αναλυθεί η έννοια της Ανταγωνιστικότητας. Αρχικά, θα δοθούν οι απαραίτητοι ορισμοί για την καλύτερη κατανόηση της έννοιας και, εν συνεχεία, η έννοια θα διακριθεί στα τρία επίπεδα της. Κοινός παρονομαστής και των τριών επιπέδων της Ανταγωνιστικότητας - χώρας, βιομηχανίας, επιχείρησης - αποτελεί η Παραγωγικότητα. Κατά συνέπεια, τα όρια της παραγωγικής δυναμικότητας ενός έθνους, ενός βιομηχανικού κλάδου και μιας επιχείρησης, είναι αυτό ακριβώς που προσδιορίζει την Ανταγωνιστικότητα. Εν συνεχεία, στο πρώτο κεφάλαιο θα αναφερθούν και κάποιες πηγές ανταγωνιστικότητας, με ιδιαίτερη έμφαση στην καινοτομία, την πληροφόρηση, την ευελιξία, την αλλαγή και την αποτελεσματική στρατηγική. Έχοντας ήδη αναφερθεί στο υπόδειγμα των πέντε δυνάμεων ανταγωνισμού του Porter, όταν τονίσθηκε η ανταγωνιστικότητα κλάδου, θα εξετασθούν και οι τρεις ανταγωνιστικές στρατηγικές - ηγεσίας κόστους, διαφοροποίησης, εστίασης - που δίνουν τη δυνατότητα στις επιχειρήσεις να θεμελιώσουν ανταγωνιστικό πλεονέκτημα. Για κάθε μια από αυτές τις τρεις ανταγωνιστικές στρατηγικές θα παρατεθούν μειονεκτήματα και πλεονεκτήματα.
Στο δεύτερο κεφάλαιο αναλύεται η έννοια του ανταγωνιστικού πλεονεκτήματος. Δίνονται οι απαραίτητοι ορισμοί και το ανταγωνιστικό πλεονέκτημα διακρίνεται στα δύο είδη του: το πλεονέκτημα ηγεσίας κόστους και το πλεονέκτημα διαφοροποίησης. Αφού παρουσιασθούν κάποιες πηγές ανταγωνιστικού πλεονεκτήματος, τίθεται το κομβικό ερώτημα «Πώς από το απλό ανταγωνιστικό πλεονέκτημα οι επιχειρήσεις περνούν στο διατηρήσιμο ανταγωνιστικό πλεονέκτημα. Έτσι, σε εκείνο το σημείο αναλύεται η θεωρία του διατηρήσιμου ανταγωνιστικού πλεονεκτήματος. Η ανάλυση στηρίζεται τόσο στο εσωτερικό περιβάλλον (δυνάμεις, αδυναμίες, υπόδειγμα πόρων και ικανοτήτων, αλυσίδα και σύστημα αξίας), όσο και στο εξωτερικό περιβάλλον (ευκαιρίες και απειλές). Η ανάλυση του δεύτερου κεφαλαίου ολοκληρώνεται με το στρατηγικό ταίριασμα του εσωτερικού και του εξωτερικού περιβάλλοντος, το οποίο θεωρείται σημαντικό για τη δημιουργία διατηρήσιμου ανταγωνιστικού πλεονεκτήματος.
Στο τρίτο κεφάλαιο, μελετώνται οι παράγοντες εκείνοι που προσδιορίζουν ανταγωνιστικά πλεονεκτήματα και ταυτίζονται με την Ολική Ποιότητα. Η Διοίκηση Ολικής Ποιότητας, δηλαδή, υποστηρίζεται ότι αποτελεί μοναδική πηγή ανταγωνιστικού πλεονεκτήματος. Στο κεφάλαιο αυτό η μελέτη επικεντρώνεται στο περιβάλλον της Διοίκησης Ολικής Ποιότητας, μέσα από το οποίο υποστηρίζεται ότι δημιουργούνται ανταγωνιστικά πλεονεκτήματα. Έτσι, αφού ορισθεί η ποιότητα και διατυπωθούν οι αρχές, οι πρακτικές και οι τεχνικές της, θα παρουσιασθεί η σχέση της με το ανταγωνιστικό πλεονέκτημα, και μάλιστα, θα τονισθούν σημεία της Ολικής Ποιότητας που συμβάλλουν στη δημιουργία διατηρήσιμου ανταγωνιστικού πλεονεκτήματος.
Το τέταρτο κεφάλαιο συνδέεται άμεσα με το τρίτο και μάλιστα αποτελεί τη συνέχεια και ολοκλήρωση της ανάλυσης, η οποία ξεκίνησε από το τρίτο κεφάλαιο. Στο τέταρτο κεφάλαιο, λοιπόν, συνεχίζεται η διερεύνηση για το πώς σε περιβάλλον Διοίκησης Ολικής Ποιότητας γεννώνται ανταγωνιστικά πλεονεκτήματα, αλλά εδώ δίνεται ξεχωριστή έμφαση στην διάσταση εκείνη που αφορά τον ανθρώπινο παράγοντα. Η ανάλυση του τέταρτου κεφαλαίου επικεντρώνεται εξ ολοκλήρου στην δεύτερη αρχή της Διοίκησης Ολικής Ποιότητας, η οποία αφορά τη Δέσμευση, τη Συμμετοχή και την ομαδική εργασία των εργαζομένων, και εξετάζεται κατά πόσο αυτό οδηγεί στην ανάπτυξη ανταγωνιστικού πλεονεκτήματος. Εδώ, δηλαδή, τονίζεται η ανάγκη για μετατόπιση του ενδιαφέροντος από τις τεχνολογίες, τα κόστη και τα χρηματοοικονομικά, και επικέντρωση του ενδιαφέροντος στον άνθρωπο - εργαζόμενο, ο οποίος αποτελεί μοναδικό και πολύτιμο περιουσιακό στοιχείο για κάθε επιχείρηση.
Τέλος, για την καλύτερη κατανόηση και πληρέστερη ανάλυση του ζητήματος της δημιουργίας ανταγωνιστικού πλεονεκτήματος μέσα από τον ανθρώπινο παράγοντα, παρατίθεται μια μελέτη περίπτωσης, η οποία χωρίζεται σε δύο μέρη και έχει ως αντικείμενο την αξιολόγηση της Δέσμευσης του εργαζομένου προς τον οργανισμό που εργάζεται. Το πρώτο μέρος αφορά μια έρευνα που διεξήχθη από το Corporate Leadership Council το 2004 σχετικά με την μέτρηση της Δέσμευσης του εργαζομένου σε παγκόσμιο επίπεδο. Ενώ το δεύτερο μέρος αφορά την Ελληνική πραγματικότητα και μελετά την Δέσμευση των εργαζομένων στην Ελλάδα. Η έρευνα και στα δύο μέρη διεξήχθη υπό την μορφή ερωτηματολογίου και ουσιαστικά αποκαλύπτει ότι όταν οι εργαζόμενοι παρουσιάζουν υψηλή Δέσμευση με τον οργανισμό όπου εργάζονται, παρατηρείται αύξηση της Απόδοσης, κάτι που τελικά οδηγεί στην δημιουργία ανταγωνιστικού πλεονεκτήματος.