Αξιολόγηση των ελληνικών εταιριών επενδύσεων χαρτοφυλακίου: εφαρμογή του υποδείγματος της προβλεπτικής ικανότητας των αποκλίσεων των τιμών των μετοχών των εισηγμένων εταιρειών επενδύσεων χαρτοφυλακίου (Ε.Ε.Χ.) από την καθαρή εσωτερική αξία (Κ.Ε.Α.) τους, ανάλυση των αποτελεσμάτων αυτών και της κατάστασης που επικρατεί στον κλάδο των ελληνικών Ε.Ε.Χ.
Προβολή/ Άνοιγμα
Θεματική επικεφαλίδα
Εταιρείες επενδύσεων χαρτοφυλακίου ; Επενδύσεις -- Ελλάδα ; Διαχείριση χαρτοφυλακίου ; Investments -- Greece ; Portfolio managementΠερίληψη
Οι Εταιρίες Επενδύσεων Χαρτοφυλακίου (ΕΕΧ) είναι διαδεδομένες στις Η.Π.Α. από τη δεκαετία του 1920. Αντίθετα στην Ελλάδα ο θεσμός των ΕΕΧ εμφανίστηκε με το ν. δ. 608/1970, ενώ τώρα διέπεται από το νόμο 1969/91. Η πρώτη ΕΕΧ ιδρύθηκε το 1972 (Ελληνική Α.Ε.Ε.Χ) και εισήχθη στο χρηματιστήριο το 1973. Στα τέλη της δεκαετίας του 1980 λειτουργούσαν στην Ελλάδα μόλις έξι ΕΕΧ με συνολικό ενεργητικό 27 δίσ. δρχ. Στη δεκαετία του 1990, ο θεσμός των ΕΕΧ παρουσίασε ραγδαία ανάπτυξη με τις εισηγμένες ΕΕΧ στο ΧΑΑ στις αρχές του 2000 να ανέρχονται στις 17 και η καθαρή αξία του ενεργητικού τους να ανέρχεται στα 1,5 τρισ. δρχ. αντιπροσωπεύοντας το 1,3% του Α.Ε.Π. της χώρας. Μία ανάπτυξη που οφείλεται τόσο στο νέο θεσμικό πλαίσιο (νόμος 1969/91) όσο και στην ανάπτυξη του Χρηματιστηρίου Αξιών Αθηνών και της ελληνικής οικονομίας γενικότερα (μείωση πληθωρισμού, επιτοκίων κ.λπ.). Η παρούσα μελέτη ασχολείται με την προβλεπτική ικανότητα των αποκλίσεων, των τιμών των μετοχών των ΕΕΧ από την καθαρή εσωτερική αξία τους χρησιμοποιώντας το υπόδειγμα των Delong, Shleifer, Summers, Waldman (1990) (D.S.S.W). To υπόδειγμα αυτό εφαρμόζεται τόσο για την πρόβλεψη των τιμών των μετοχών των ΕΕΧ όσο και των καθαρών εσωτερικών αξιών τους. Το υπόδειγμα αυτό, σε αντίθεση με άλλες μελέτες που εκπονήθηκαν στο παρελθόν, χρησιμοποιεί δύο ανεξάρτητες μεταβλητές το Γενικό Δείκτη του Χρηματιστηρίου Αξιών Αθηνών και το αν οι ΕΕΧ διαπραγματεύονται με πριμ ή έκπτωση (Premium ή Discount). Η εφαρμογή του υποδείγματος έγινε σε δυο φάσεις. Στην πρώτη φάση εξαρτημένη μεταβλητή ήταν η απόδοση της μετοχής των ΕΕΧ. Τα αποτελέσματα της μελέτης δεν ήταν αρκετά ικανοποιητικά, καθώς οι συντελεστές ήταν στην πλειοψηφία των ΕΕΧ στατιστικά μη σημαντικοί (τα αποτελέσματα παρουσίασαν περιορισμένη ερμηνευτική ικανότητα). Αντίθετα, στην δεύτερη φάση όπου εξαρτημένη μεταβλητή ήταν η απόδοση της καθαρής εσωτερικής αξίας (ΚΕΑ) των ΕΕΧ τα αποτελέσματα της μελέτης ήταν ιδιαίτερα ικανοποιητικά, καθώς οι συντελεστές ήταν στην πλειοψηφία των ΕΕΧ στατιστικά σημαντικοί (τα αποτελέσματα παρουσίασαν ικανοποιητική ερμηνευτική ικανότητα).