Ο συναλλαγματικός κίνδυνος ως παράγοντας αποτίμησης των περιουσιακών στοιχείων
Προβολή/ Άνοιγμα
Λέξεις κλειδιά
Συναλλαγματικός κίνδυνος ; Χαρτοφυλάκιο ; Απόδοση μετοχώνΠερίληψη
Έχουν υπάρξει πολλές μελέτες με αντικείμενο τους παράγοντες που παίζουν ρόλο στην απόδοση των μετοχών και τη μοντελοποίηση των κινδύνων με οικονομετρικές μεθόδους. Ένα μοντέλο τριών παραγόντων αποτίμησης των Fama and French (1993) φάνηκε να μπορεί να εντοπίσει τη διακύμανση της απόδοσης των μετοχών, εξηγώντας πως η απόδοση εξαρτάται από τη σχέση της με τρεις παράγοντες: 1) τις αποδόσεις στο χαρτοφυλάκιο της αγοράς (παράγοντας αγοράς/market factor), 2) τη διαφορά μεταξύ των αποδόσεων ενός χαρτοφυλακίου με μετοχές μικρής κεφαλαιοποίησης και ενός μεγάλης κεφαλαιοποίησης (παράγοντας μεγέθους/ SBM) και 3) τη διαφορά μεταξύ των αποδόσεων ενός χαρτοφυλακίου με υψηλή και ενός με χαμηλή αναλογία book-to-market (BE/ME) (παράγοντας αξίας/ HML). Στη μελέτη Carhart (1997) προτάθηκε και ένας τέταρτος παράγοντας σε σχέση με το momentum (WML.) και έτσι δημιουργήθηκε το μοντέλο των τεσσάρων παραγόντων. Και τα δύο μοντέλα έχουν αποτελέσει τη βάση πολλών ερευνών, σχετικά με τη στατιστική σημαντικότητα των αποτελεσμάτων τους. Πολλές από αυτές υποστηρίζουν τα δύο μοντέλα, ενώ άλλες τα αμφισβητούν. Το μοντέλο των τεσσάρων παραγόντων εστιάζει στην αξία, το μέγεθος και το momentum, χωρίς να λαμβάνει υπόψη άλλους παράγοντες κινδύνου που μπορεί να παίζουν ρόλο στην απόδοση των μετοχών, όπως ο συναλλαγματικός κίνδυνος (N. Apergis et al, 2011).
Κύριος στόχος αυτής της εργασίας είναι να αποδείξει ότι ο συναλλαγματικός κίνδυνος αποτελεί παράγοντα αποτίμησης περιουσιακών στοιχείων. Αυτό γίνεται μέσω της διερεύνησης της επίπτωσης ενός χαρτοφυλακίου, με παράγοντα που μιμείται τον συναλλαγματικό κίνδυνο, στην ερμηνεία της διακύμανσης των αποδόσεων των μετοχών. Η έρευνα έχει βασιστεί στη μεθοδολογία των Fama and French (1993), Carhart (1997) και Kolari et al. (2008). Γίνεται χρήση δεδομένων από μηνιαία στοιχεία 20 ετών, εταιρειών στο Ηνωμένο Βασίλειο. Βασιζόμενοι στην προσέγγιση Παλινδρόμησης μέσω χρονοσειρών των Black et al. (1972), όπως αναφέρεται και από τους Fama and French (1993), μπορούμε να διευκρινίσουμε εάν το μιμητικό χαρτοφυλάκιο μπορεί να αποτυπώσει τη διακύμανση στις αποδόσεις (που δεν εξηγείται από άλλους παράγοντες) και εάν το ερευνητικό μοντέλο αποτελεί μοντέλο αποτίμησης δημιουργώντας intercepts, μη στατιστικά σημαντικά ή που τείνουν στο μηδέν (Merton, 1973) (N. Apergis et al, 2011).
Η υπόλοιπη εργασία αποτελείται από το κεφάλαιο 2 της Αρθρογραφικής Ανασκόπησης, το κεφάλαιο 3 της Μεθοδολογίας, το κεφάλαιο 4 της Ανάλυσης και τέλος το κεφάλαιο 5 των Συμπερασμάτων/του Επίλογου.