Διαχείριση κινδύνων χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων - Η περίπτωση των μη εξυπηρετούμενων δανείων
Προβολή/ Άνοιγμα
Λέξεις κλειδιά
Διαχείριση κινδύνων ; Χρηματοπιστωτικά ιδρύματα ; Μεταβίβαση απαιτήσεων ; Μη εξυπηρετούμενα δάνεια ; Κεφαλαιακή επάρκεια ; Πιστωτικά ιδρύματα ; Εξυγίανση χαρτοφυλακίων ; Κίνδυνος ρευστότητας ; Λειτουργικός κίνδυνος ; Stress tests ; Αναχρηματοδότηση ; Ανάληψη κινδύνου ; Risk approach ; Επενδυτικά οχήματα ; Concortium creditorum ; Non-performing loans ; Ε.Α.Α.Δ.Π. ; Ε.Δ.Α.Δ.Π. ; Πιστωτικός κίνδυνος ; Μαζική απόσυρση καταθέσεων ; Δικαίωμα προαίρεσης ; Δικαιώματα αγοράς ; Call options ; Ανταλλαγή ; Swaps ; Πώληση δανείων ; Τιτλοποίηση ; Securitization ; Ανάθεση διαχείρισης ; Due diligence ; Εταιρείες Διαχείρισης Απαιτήσεων από Δάνεια και Πιστώσεις ; Κώδικας δεοντολογίας ; Διαχείριση απαιτήσεων ; Ε.Δ.Α.Μ.Ε.Δ.Περίληψη
Η παρούσα Διπλωματική Εργασία υπεβλήθη στο πλαίσιο του Διατμηματικού Προγράμματος Μεταπτυχιακών Σπουδών με τίτλο «Δίκαιο και Οικονομία- Master in Law and Economics» του Πανεπιστημίου Πειραιώς, για την απόκτηση του μεταπτυχιακού τίτλου σπουδών.
Η εργασία έχει ως στόχο την ανάδειξη της αναγκαιότητας διαχείρισης κινδύνων των χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων αφού μέσω της αποτελεσματικής Διαχείρισης Κινδύνων και περιορισμού της υπερβολικής ανάληψης ρίσκου με σκοπό το βραχυπρόθεσμο κέρδος από τα πιστωτικά ιδρύματα, θα επέλθει ασφάλεια στις τράπεζες και κατ’ επέκταση ανάπτυξη, επενδύσεις και ευημερία για την κοινωνία. Απ’ την άλλη, ως προέκταση της θεματικής της διαχείρισης κινδύνων αναδεικνύεται το ζήτημα της μεταβίβασης απαιτήσεων από μη εξυπηρετούμενα δάνεια και πιστώσεις που αναδείχθηκε στην οικονομικονομική πραγματικότητα, μετά την έκρηξη της οικονομικής κρίσης, και κατ’ επέκταση την περιέλευση της χώρας σε αδυναμία να εξυπηρετήσει τις υποχρεώσεις της και στην πραγματικότητα την κατάρρευση του τραπεζικού συστήματος . Η οικονομική κρίση είχε ως συνέπεια την ραγδαία αύξηση του αριθμού των μη εξυπηρετούμενων δανείων, κατά κανόνα λόγω πραγματικής οικονομικής αδυναμίας των οφειλετών, αλλά ως ένα σημείο και λόγω της βαθμιαίας επικράτησης, κατά τη διάρκεια της κρίσης, μιας κουλτούρας «αζήμιας» αθέτησης υποχρεώσεων . Έτσι, η ταχεία αύξηση των μη εξυπηρετούμενων χορηγήσεων συνετέλεσε στην επιδείνωση της κεφαλαιακής επάρκειας των πιστωτικών ιδρυμάτων, ενώ οι βασικοί εποπτικοί κανόνες ενσωματώνονται στους κανόνες «Βασιλεία ΙΙΙ» και στις ενωσιακές ρυθμίσεις του Κανονισμού 575/2013 και της Οδηγίας 2013/36/ΕΕ (CRD), η οποία ενσωματώθηκε στην ελληνική έννομη τάξη με το ν. 4261/2014 . Η εν λόγω αύξηση συνεπάγεται, άλλωστε, σημαντική επίταση του πιστωτικού κινδύνου των ιδρυμάτων, αλλά και του λειτουργικού κινδύνου και του κινδύνου ρευστότητας . Ως εκ τούτου, αναδεικνύεται εν τέλει η σημασία της μεταβίβασης των εν λόγω πιστώσεων ως μέσου εξυγίανσης των χαρτοφυλακίων των πιστωτικών ιδρυμάτων, απομόχλευσης των ισολογισμών τους, βελτίωσης της κεφαλαιακής τους θέσης και ενίσχυσης της ρευστότητάς τους. Η μεταβίβαση αυτή θα επιτρέψει την απεξάρτηση των πιστωτικών ιδρυμάτων από το προβληματικό δανειακό τους χαρτοφυλάκιο, θα αμβλύνει τους κινδύνους (ρευστότητας, λειτουργικό) και θα οδηγήσει σε βελτίωση της αξιολόγησης της πιστοληπτικής τους ικανότητας.
Μέσα από την παρουσίαση βασικών οικονομικονομικών εννοιών οι οποίες αναπτύσσονται ευρέως στην παρούσα εργασία, ο αναγνώστης εντάσσεται τοιουτοτρόπως στην οικονομική ανάλυση του δικαίου, η οποία ενδιαφέρεται για την αποτελεσματικότητα των κανόνων δικαίου να ρυθμίσουν την οικονομική δραστηριότητα των ατόμων αποσκοπώντας στην πρόταση διαμόρφωσης κανόνων δικαίου, κατά τέτοιο τρόπο ώστε να εξαλειφθούν τα αρνητικά αποτελέσματα της περιορισμένης ορθολογικότητας.
Ειδικότερα, ως τιτλοφορείται και η παρούσα εργασία, πρώτιστος ορισμός δίνεται στη διαχείριση κινδύνων. Ως διαχείριση κινδύνων λοιπόν, νοείται η διαδικασία συνεχούς αναγνώρισης και αναζήτησης των κατάλληλων μεθόδων, διαδικασιών και ευκαιριών, έτσι ώστε να αποφεύγεται ή να μειώνεται η έκθεση σε κινδύνους και να επιτυγχάνεται η μεγιστοποίηση της αξίας της τράπεζας. Σκοπός της Διαχείρισης Κινδύνων είναι η αναγνώριση, η μέτρηση και η παρακολούθηση των κινδύνων, η καθιέρωση πολιτικών που αφορούν την αποφυγή, αποδοχή και μεταφορά κινδύνου, τον έλεγχο και τη διαχείριση της αναμενόμενης ζημίας. Βασικές αρχές Διαχείρισης Κινδύνων είναι εκτός από την αντιμετώπιση όλων των κινδύνων, η συσχέτιση του κάθε κινδύνου με τα ίδια κεφάλαια, η ενίσχυση των διαδικασιών ελέγχου, η έγκαιρη διοικητική πληροφόρηση, και η συνεχής διαδικασία εξισορρόπησης των κινδύνων και της μεγιστοποίησης της αξίας του πιστωτικού ιδρύματος σε ένα περιβάλλον αποτελεσματικού ελέγχου. Για την ανάπτυξη ενός τέτοιου πλαισίου κινδύνων είναι απαραίτητη η συνδρομή της τεχνολογίας αλλά και εξειδικευμένου προσωπικού. Απ’ την άλλη, βασικό εργαλείο της Διαχείρισης Κινδύνων αποτελεί η διενέργεια stress tests. Πρόκειται για προσομοίωση ακραίων καταστάσεων κρίσης με διάφορα σενάρια προκειμένου να διερευνηθούν οι επιπτώσεις στην τράπεζα σε ακραίες συνθήκες. Μία ανάλυση stress tests μπορεί να διακριθεί σε ανάλυση ευαισθησίας όπου υπάρχει μεταβολή ενός συγκεκριμένου παράγοντα όπως μεταβολή βασικών επιτοκίων και σε ανάλυση σεναρίου στην οποία υπάρχει μεταβολή περισσοτέρων παραγόντων. Τα stress tests χρησιμοποιούνται ως εργαλείο της Διαχείρισης Κινδύνων αλλά και των εποπτικών αρχών όπως ορίζει και το θεσμικό πλαίσιο. Η ΕΚΤ έχει επισημάνει ότι στην άσκηση προσομοίωσης ακραίων καταστάσεων δεν τίθεται θέμα επιτυχίας ή αποτυχίας, όμως τα αποτελέσματά της, μαζί με άλλες σχετικές εποπτικές πληροφορίες, χρησιμοποιούνται για να σχηματιστεί μια συνολική εποπτική αξιολόγηση της κατάστασης μιας τράπεζας. Επίσης, διευκρίνισε ότι «είναι σημαντικό, να τονιστεί ότι η άσκηση προσομοίωσης ακραίων καταστάσεων δεν αποτελεί πρόβλεψη μελλοντικών γεγονότων αλλά είναι μια άσκηση προληπτικού χαρακτήρα».
Η Ρυθμιστική παρέμβαση για τη διαχείριση κρίσεων έχει στόχο να ελαχιστοποιήσει, κατά το δυνατόν, τις επιπτώσεις μιας εγχώριας ή διεθνούς κρίσης στην πραγματική οικονομία. Ο σχεδιασμός ως ένα πολυσύνθετο εγχείρημα περιγράφεται από μια διαδικασία τριών σταδίων, όπως: α) το στάδιο πρόληψης, β) το στάδιο πρώιμης παρέμβασης και γ) το στάδιο εξυγίανσης όπου οι αρμόδιες αρχές μεριμνούν για την ομαλή εξυγίανση των τραπεζών, οι οποίες είναι σε κατάσταση αφερεγγυότητας ή επαπειλούμενης αφερεγγυότητας, ή την εξυγίανση των χαρτοφυλακίων με μη εξυπηρετούμενα ανοίγματα.
Πέραν των λοιπών, εκ του εποπτικού δικαίου εκπορευόμενων επιταγών, όπως είναι η ανάγκη των πιστωτικών ιδρυμάτων για εξυγίανση ισολογισμών, ανάκτηση ικανότητας αναχρηματοδότησης των Μη Εξυπηρετούμενων Δανείων , εφεξής καλύτερα σταθμισμένη και προσανατολισμένη σε ανάληψη κινδύνου (risk approach) παροχή δανείων και συνακόλουθη αναδόμηση (restructuring) χαρτοφυλακίου δανείων, λαμβανομένων ιδίως υπόψη της τήρησης ιδίων και εποπτικών κεφαλαίων κατά τους κανόνες «Βασιλεία ΙΙΙ» και τους αντίστοιχους στο ενωσιακό δίκαιο, το λεγόμενο «πακέτο CRD IV» (πρόκειται για τον αμέσου εφαρμογής Κανονισμό 575/2013 (CRR) και την Οδηγία 2013/36/ΕΕ (CRD), όπως ενσωματώθηκε με το ν. 4261/2014, σε αντικατάσταση των Οδηγιών 2006.48/ΕΕ και 2006/49/ΕΕ (όπως οι τελευταίες είχαν ενσωματωθεί στο ν. 3601/2007), η ανάγκη για «αποβολή» των Μη Εξυπηρετούμενων Δανείων και για αποξένωση των πιστωτικών ιδρυμάτων από αυτά επιτείνεται από την επαύξηση της πιθανότητας επέλευσης πιστωτικού κινδύνου, λόγω ήδη υφιστάμενης, άλλως με βεβαιότητα επικείμενης, ανικανότητας του δανειολήπτη να ανταποκριθεί στις υποχρεώσεις του, υπό το πρίσμα της ανεπάρκειας των σχετικών ασφαλειών, λαμβανομένης ιδίως υπόψη της κατάστασης στην αγορά ακινήτων, των οποίων η υποθήκευση αποτελεί κύρια μορφή εξασφάλισης δανείων, που λόγω «κατάρρευσης» των τιμών, καθιστά απαγορευτική τόσο την αναχρηματοδότηση όσο και την παροχή νέων δανείων. Χάριν «απομόχλευσης» των ισολογισμών και βελτίωσης της κεφαλαιακής θέσης και ρευστότητας των πιστωτικών ιδρυμάτων, που προσδοκάται να διευκολύνουν την παροχή νέων πιστώσεων και να τονώσουν την οικονομική δραστηριότητα, προτείνεται η αγορά Μη Εξυπηρετούμενων Δανείων από επενδυτές, με εκ μέρους τους ανάληψη του κινδύνου φερεγγυότητας των δανειοληπτών, ώστε να αποκτήσουν ένα συνολικώς υπολογιζόμενο κέρδος από την (χαμηλή σε σχέση με την ονομαστική αξία) τιμή αγοράς (distressed debt investing). Άλλως, πέραν της εκχώρησης απαιτήσεων σε εξειδικευμένα επενδυτικά οχήματα (specialized debt funds), δηλαδή σε τρίτους (με συμμεταβίβαση των παρεπόμενων δικαιωμάτων, ασφαλειών, δηλαδή εγγυήσεων, υποθηκών), η απαλλαγή των πιστωτικών ιδρυμάτων από τα Μη Εξυπηρετούμενα Δάνεια δύναται να λάβει μορφή τιτλοποίησης χαρτοφυλακίων απαιτήσεων, κατά το ειδικό νομικό πλαίσιο (ν.3156/2003), όπως και τη μορφή μεταβίβασης δανειακών συμβάσεων (εν όλω).
Η διαχείριση των τραπεζικών κινδύνων αποτελεί μία από τις σημαντικότερες λειτουργίες της τράπεζας και η συνολική στρατηγική της αποτυπώνεται στο πλαίσιο αποδοχής κινδύνων (risk appetite), η οποία καταρτίζεται από την ανώτατη ιεραρχικά δομή της τράπεζας. Μπορούν να διακριθούν τέσσερις τρόποι διαχείρισης των κινδύνων και οι οποίοι είναι: α) η αποφυγή των κινδύνων, β) η αποδοχή των κινδύνων, γ) ο έλεγχος και διαχείριση της πιθανής ζημίας και δ) η μεταφορά των κινδύνων. Η τράπεζα μπορεί να καλυφθεί από τις επιπτώσεις της αφερεγγυότητας ενός πελάτη της (πιστωτικό γεγονός) μέσω πιστωτικών παραγώγων ή πιστωτικών εγγυήσεων, ενώ μπορεί να καλυφθεί από τη μεταβολή των τιμών της αγοράς (γεγονός της αγοράς) μέσω χρηματοοικονομικών παραγώγων, προθεσμιακών συμβολαίων (futures-forwards) ή/και προαιρέσεων (options). Σε κάθε περίπτωση, προς διαφοροποίηση και διασπορά κινδύνων (risk diversification), τα μέσα που έχει στη διάθεσή του ο δανειστής του αστικού δικαίου είναι: α) να συγκροτήσει με άλλους δανειστές «κοινοπραξία» για από κοινού χορήγηση της πίστωσης (concortium creditorum), β) να ιδρύσει με άλλους δανειστές αστική εταιρεία, χωρίς νομική προσωπικότητα (pooling), για την οργανωμένη κοινή προσπάθεια ικανοποίησης, ιδίως στο στάδιο της αναγκαστικής εκτέλεσης, γ) να εμπλέξει πριν την παροχή του δανείου ή και μετά και άλλους (φερέγγυους) οφειλέτες (εις ολόκληρον) της ενοχής (συνοφειλή ή αντίστοιχα σωρευτική αναδοχή χρέους). Τα παραπάνω ισχύουν παράλληλα προς την αντίστοιχη με την εκχώρηση/μεταβίβαση απαιτήσεων δυνατότητα κατάρτισης σύμβασης πρακτορείας επιχειρηματικών απαιτήσεων, δηλαδή την εκχώρηση επισφαλούς απαίτησης του πιστωτικού ιδρύματος κατά το ν. 1905/1990 (factoring). Η έννοια «πώληση/αγορά» ή «μεταβίβαση» απαιτήσεων, κατά ΑΚ 513 επ., 455 επ. (την οποία επιλέγει νομοτυπικά ο ν. 4354/2015), εφόσον κατ' αποτέλεσμα υπάγεται εννοιολογικά στην εκχώρηση απαιτήσεων με ή χωρίς δικαίωμα αναγωγής (ΑΚ 455 επ., 467-468) προσιδιάζει και στο factoring.
Στο δεύτερο σκέλος του τίτλου της παρούσας διπλωματικής, παρουσιάζεται εξειδικευμένη θεωρητική διερεύνηση η οποία ερευνάται κυρίως στο έβδομο και τελευταίο κεφάλαιο, και επιχειρείται αφενός να εντοπιστούν οι αιτίες και τα προβλήματα για τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια της Ελλάδος και αφετέρου να δημιουργήσει ένα στατικό υπόδειγμα διαχείρισης του προβλήματος. Τα NPL (Non- performing loans, NPLs είναι τα δάνεια για τα οποία έχει καθυστερήσει η αποπληρωμή (του συνόλου ή ενός μέρους) των τόκων ή/και του κεφαλαίου για χρονικό διάστημα πέραν των 90 ημερών ή βρίσκεται σε δικαστικές ενέργειες, ενώ ένα δάνειο παύει να είναι μη εξυπηρετούμενο εάν επαναδιαπραγματευθεί και υπάρξει ρύθμιση ή αποπληρωθούν οι καθυστερημένες οφειλές άνω των 90 ημερών) είναι θέμα πολύπλευρο που άπτεται μεταξύ άλλων μιας σειράς νομικών, δικαστικών, οικονομικών και πολιτιστικών ζητημάτων, καθώς επίσης και μη ρυθμιστικών εμποδίων, όπως φορολογικών και διοικητικών, που επιβάλλεται να αντιμετωπιστούν. Η παρούσα εργασία μέσω της συλλογής δεδομένων και της οικονομετρικής ανάλυσής τους στοχεύει στον εντοπισμό των παραγόντων που επηρεάζουν τα Npls που συνεχώς αυξάνονται δημιουργώντας σημαντικό πρόβλημα στο Ελληνικό τραπεζικό σύστημα και στην οικονομία γενικότερα τα τελευταία 10 έτη καθώς και για τη ρυθμιστική παρέμβαση που επιβάλλεται για τη διαχείριση κρίσεων.
Όλα τα ανωτέρω ζητήματα προς επίλυση που βρίσκουν πάντοτε έρεισμα σε μία σύγχρονη οικονομική εποχή και δη, σε χρηματοπιστωτικό περιβάλλον, αναλύονται στα επιμέρους κεφάλαια της παρούσας διπλωματικής εργασίας σε μία προσπάθεια «αποσύνθεσης» των βασικότερων προεκτάσεων των κινδύνων των χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων, με ταυτόχρονο συγκερασμό του κινδύνου και της διαχείρισης αυτού με σύγχρονα μέσα που επιβάλλουν οι σύγχρονοι θεσμοί.