Εκτίμηση του βήτα σε ρηχές αγορές

Προβολή/Άνοιγμα
Λέξεις κλειδιά
Μοντέρνο χαρτοφυλάκιο ; Markowitz ; Tobin ; Διαφοροποίηση ; Αποτελεσματικό Σύνολο ; Αποτελεσματικό Μέτωπο ; Υπόδειγμα Μέσου Διακύμανσης ; Χρηματιστήριο Αξιών Αθηνών ; Συστηματικός κίνδυνοςΠερίληψη
Στόχος της παρούσας εργασίας είναι να παρουσιαστεί ο τρόπος υπολογισμού του συντελεστή βήτα σε ρηχές αγορές. Ως ρηχή αγορά νοείται αυτή που παρουσιάζει χαμηλό όγκο συναλλαγών και μικρή ρευστότητα. Στην παρούσα μελέτη, το δείγμα λαμβάνεται από τρείς ρηχές ευρωπαϊκές αγορές και συγκεκριμένα πρόκειται για μετοχές εταιριών εισηγμένες στο Χρηματιστήριο των Αθηνών, της Ισπανίας και της Ιρλανδίας. Στο σύνολό τους οι μετοχές ανήκουν στον Γενικό Δείκτη, επιλογή η οποία γίνεται διότι αυτός ο δείκτης περιλαμβάνει το μεγαλύτερο μέρος της κεφαλαιοποίησης του χρηματιστηρίου και αποδίδει την πορεία της αγοράς αναφορικά με την τάση της. Πιο συγκεκριμένα, το δείγμα περιλαμβάνει 60 μετοχές από κάθε χώρα με διαχωρισμό σε 30 υψηλής και 30 χαμηλής κεφαλαιοποίησης. Η μελέτη των μετοχών γίνεται για μία περίοδο 10 ετών με διαχωρισμό σε δύο πενταετίες, μία προ και μία εν μέσω κρίσης. Τα δεδομένα που χρησιμοποιούνται για την διεξαγωγή της μελέτης αντλήθηκαν από την πηγή δεδομένων της DataStream.
Στο πρώτο μεγάλο μέρος της εργασίας γίνεται η βασική επεξεργασία του δείγματος με τη δημιουργία δύο χαρτοφυλακίων για κάθε μια από τις τρεις χώρες ξεχωριστά. Το κριτήριο διαχωρισμού των μετοχών που αποτελούν τα δύο αυτά χαρτοφυλάκια είναι το ύψος της κεφαλαιοποίησης των εταιριών, χωρίζοντας τις μετοχές σε αυτές με υψηλή και χαμηλή κεφαλαιοποίηση αντιστοίχως με βάση το μέσο όρο του «Market capitalization» ανά εταιρία στις 31/12/2003. Οι δύο πενταετίες για τις οποίες έγινε λόγος παραπάνω εκτείνονται η μία από το 2004 έως το 2008 και η άλλη από το 2012 έως το 2016. Για το διαχωρισμό του δείγματος λαμβάνεται υπόψη αρχικά ο μέσος όρος για κάθε εταιρία για όλη την χρονική περίοδο και χωρίζεται το δείγμα με βάση τη διάμεσο του μέσου όρου. Από τα 9 συνολικά χαρτοφυλάκια που δημιουργήθηκαν έχουν απορριφτεί οι εταιρίες με ακραίες τιμές μετοχών οι οποίες ουσιαστικά παρουσίαζαν υπεραποδόσεις με σκοπό να επιτευχθεί μια πιο συμμετρική κατανομή στο δείγμα. Για την καλύτερη επεξεργασία των δεδομένων θα φτιαχτούν πάνελ ώστε να φανούν οι δύο βασικές διαστάσεις των δεδομένων, οι εταιρίες και η χρονική περίοδος.
Στο δεύτερο μεγάλο μέρος της εργασίας θα γίνει παρουσίαση των διαφόρων μελετών που αφορούν στη μελέτη του υπολογισμού των συντελεστών βήτα. Οι μελέτες αυτές έχουν παρθεί από μια ευρύτερη γκάμα άρθρων που ασχολούνται με την εκτίμηση των συντελεστών βήτα και τα προβλήματα που σχετίζονται με αυτή για ένα διάστημα μεγαλύτερο των τριάντα ετών. Το μέρος αυτό χωρίζεται σε υποκεφάλαια για κάθε μελέτη όπου παρουσιάζονται οι διαφορετικοί μέθοδοι εκτίμησης των συντελεστών βήτα που χρησιμοποιήθηκαν καθώς και όλοι οι οικονομετρικοί περιορισμοί που λήφθηκαν υπόψη για την ενίσχυση της αξιοπιστίας των εκτιμήσεων. Η ανάλυση αυτών των μελετών δείχνει το πώς εξελίχθηκαν οι μέθοδοι και τα μοντέλα υπολογισμού των συντελεστών βήτα και αναδεικνύει τα βασικά προβλήματα που σχετίζονται με αυτό το θέμα κυρίως για την περίπτωση των ρηχών αγορών. Με αυτό τον τρόπο φωτίζεται ένα βασικό ζήτημα που γίνεται θέμα προβληματισμού και στο πρώτο μέρος της εργασίας που δεν είναι άλλο από το σφάλμα χρονικού εύρους στην εκτίμηση του συντελεστή βήτα το οποίο προκύπτει ακριβώς από τη μεταβολή του χρονικού διαστήματος των μετρήσεων.
Κλείνοντας, ένα συχνό φαινόμενο είναι αυτό της μείωσης της εμπορευσιμότητας κάποιων χρεογράφων κάτι που συμβαίνει καθώς εκτιμώνται εσφαλμένα οι συντελεστές βήτα των χρεογράφων. Αυτό το γεγονός υποστηρίζει την ύπαρξη του ποσοστού των μηδενικών αποδόσεων που είναι δυνατό να παρουσιάζει το χρεόγραφο μιας εταιρίας λόγω χαμηλής εμπορευσιμότητας. Από τη συζήτηση σχετικά με τα συμπεράσματα που προκύπτουν από τη μελέτη της εργασίας αλλά και με βάση τις παραπάνω παραδοχές θα δειχτεί ότι τα χαρτοφυλάκια που περιέχουν εταιρίες με χαμηλή κεφαλαιοποίηση είναι πιο επιρρεπή στην παρατήρηση υψηλότερων ποσοστών μηδενικών αποδόσεων σε σχέση με χαρτοφυλάκια που περιέχουν εταιρίες με υψηλή κεφαλαιοποίηση. Επιπλέον, αυτό το συμπέρασμα ενισχύεται, όπως θα φανεί, από την ανάλυση των διαφόρων μελετών που περιλαμβάνονται στο δεύτερο μέρος της παρούσας εργασίας.