dc.contributor.advisor | Διακογιάννης, Γεώργιος | |
dc.contributor.author | Λάμπρου, Στυλιανή | |
dc.date.accessioned | 2018-05-02T10:26:03Z | |
dc.date.available | 2018-05-02T10:26:03Z | |
dc.date.issued | 2018 | |
dc.identifier.uri | https://dione.lib.unipi.gr/xmlui/handle/unipi/11187 | |
dc.description.abstract | Στόχος της παρούσας εργασίας είναι να παρουσιαστεί ο τρόπος υπολογισμού του συντελεστή βήτα σε ρηχές αγορές. Ως ρηχή αγορά νοείται αυτή που παρουσιάζει χαμηλό όγκο συναλλαγών και μικρή ρευστότητα. Στην παρούσα μελέτη, το δείγμα λαμβάνεται από τρείς ρηχές ευρωπαϊκές αγορές και συγκεκριμένα πρόκειται για μετοχές εταιριών εισηγμένες στο Χρηματιστήριο των Αθηνών, της Ισπανίας και της Ιρλανδίας. Στο σύνολό τους οι μετοχές ανήκουν στον Γενικό Δείκτη, επιλογή η οποία γίνεται διότι αυτός ο δείκτης περιλαμβάνει το μεγαλύτερο μέρος της κεφαλαιοποίησης του χρηματιστηρίου και αποδίδει την πορεία της αγοράς αναφορικά με την τάση της. Πιο συγκεκριμένα, το δείγμα περιλαμβάνει 60 μετοχές από κάθε χώρα με διαχωρισμό σε 30 υψηλής και 30 χαμηλής κεφαλαιοποίησης. Η μελέτη των μετοχών γίνεται για μία περίοδο 10 ετών με διαχωρισμό σε δύο πενταετίες, μία προ και μία εν μέσω κρίσης. Τα δεδομένα που χρησιμοποιούνται για την διεξαγωγή της μελέτης αντλήθηκαν από την πηγή δεδομένων της DataStream.
Στο πρώτο μεγάλο μέρος της εργασίας γίνεται η βασική επεξεργασία του δείγματος με τη δημιουργία δύο χαρτοφυλακίων για κάθε μια από τις τρεις χώρες ξεχωριστά. Το κριτήριο διαχωρισμού των μετοχών που αποτελούν τα δύο αυτά χαρτοφυλάκια είναι το ύψος της κεφαλαιοποίησης των εταιριών, χωρίζοντας τις μετοχές σε αυτές με υψηλή και χαμηλή κεφαλαιοποίηση αντιστοίχως με βάση το μέσο όρο του «Market capitalization» ανά εταιρία στις 31/12/2003. Οι δύο πενταετίες για τις οποίες έγινε λόγος παραπάνω εκτείνονται η μία από το 2004 έως το 2008 και η άλλη από το 2012 έως το 2016. Για το διαχωρισμό του δείγματος λαμβάνεται υπόψη αρχικά ο μέσος όρος για κάθε εταιρία για όλη την χρονική περίοδο και χωρίζεται το δείγμα με βάση τη διάμεσο του μέσου όρου. Από τα 9 συνολικά χαρτοφυλάκια που δημιουργήθηκαν έχουν απορριφτεί οι εταιρίες με ακραίες τιμές μετοχών οι οποίες ουσιαστικά παρουσίαζαν υπεραποδόσεις με σκοπό να επιτευχθεί μια πιο συμμετρική κατανομή στο δείγμα. Για την καλύτερη επεξεργασία των δεδομένων θα φτιαχτούν πάνελ ώστε να φανούν οι δύο βασικές διαστάσεις των δεδομένων, οι εταιρίες και η χρονική περίοδος.
Στο δεύτερο μεγάλο μέρος της εργασίας θα γίνει παρουσίαση των διαφόρων μελετών που αφορούν στη μελέτη του υπολογισμού των συντελεστών βήτα. Οι μελέτες αυτές έχουν παρθεί από μια ευρύτερη γκάμα άρθρων που ασχολούνται με την εκτίμηση των συντελεστών βήτα και τα προβλήματα που σχετίζονται με αυτή για ένα διάστημα μεγαλύτερο των τριάντα ετών. Το μέρος αυτό χωρίζεται σε υποκεφάλαια για κάθε μελέτη όπου παρουσιάζονται οι διαφορετικοί μέθοδοι εκτίμησης των συντελεστών βήτα που χρησιμοποιήθηκαν καθώς και όλοι οι οικονομετρικοί περιορισμοί που λήφθηκαν υπόψη για την ενίσχυση της αξιοπιστίας των εκτιμήσεων. Η ανάλυση αυτών των μελετών δείχνει το πώς εξελίχθηκαν οι μέθοδοι και τα μοντέλα υπολογισμού των συντελεστών βήτα και αναδεικνύει τα βασικά προβλήματα που σχετίζονται με αυτό το θέμα κυρίως για την περίπτωση των ρηχών αγορών. Με αυτό τον τρόπο φωτίζεται ένα βασικό ζήτημα που γίνεται θέμα προβληματισμού και στο πρώτο μέρος της εργασίας που δεν είναι άλλο από το σφάλμα χρονικού εύρους στην εκτίμηση του συντελεστή βήτα το οποίο προκύπτει ακριβώς από τη μεταβολή του χρονικού διαστήματος των μετρήσεων.
Κλείνοντας, ένα συχνό φαινόμενο είναι αυτό της μείωσης της εμπορευσιμότητας κάποιων χρεογράφων κάτι που συμβαίνει καθώς εκτιμώνται εσφαλμένα οι συντελεστές βήτα των χρεογράφων. Αυτό το γεγονός υποστηρίζει την ύπαρξη του ποσοστού των μηδενικών αποδόσεων που είναι δυνατό να παρουσιάζει το χρεόγραφο μιας εταιρίας λόγω χαμηλής εμπορευσιμότητας. Από τη συζήτηση σχετικά με τα συμπεράσματα που προκύπτουν από τη μελέτη της εργασίας αλλά και με βάση τις παραπάνω παραδοχές θα δειχτεί ότι τα χαρτοφυλάκια που περιέχουν εταιρίες με χαμηλή κεφαλαιοποίηση είναι πιο επιρρεπή στην παρατήρηση υψηλότερων ποσοστών μηδενικών αποδόσεων σε σχέση με χαρτοφυλάκια που περιέχουν εταιρίες με υψηλή κεφαλαιοποίηση. Επιπλέον, αυτό το συμπέρασμα ενισχύεται, όπως θα φανεί, από την ανάλυση των διαφόρων μελετών που περιλαμβάνονται στο δεύτερο μέρος της παρούσας εργασίας. | el |
dc.format.extent | 157 | el |
dc.language.iso | el | el |
dc.publisher | Πανεπιστήμιο Πειραιώς | el |
dc.rights | Αναφορά Δημιουργού-Μη Εμπορική Χρήση 4.0 Διεθνές | * |
dc.rights.uri | http://creativecommons.org/licenses/by-nc/4.0/ | * |
dc.title | Εκτίμηση του βήτα σε ρηχές αγορές | el |
dc.type | Master Thesis | el |
dc.contributor.department | Σχολή Χρηματοοικονομικής και Στατιστικής. Τμήμα Χρηματοοικονομικής και Τραπεζικής Διοικητικής | el |
dc.description.abstractEN | The aim of this paper is to present the way of calculating the beta factor in shallow markets. A shallow market means a market that has a low volume of transactions and low liquidity. In the present study, the sample is taken from three shallow European markets, namely shares of listed companies listed on the Athens Stock Exchange, Spain and Ireland. All of the shares are listed in the General Index, a selection which is because this index includes most of the stock market capitalization and attributes market trends in terms of its trend. More specifically, the sample includes 60 stocks from each country with a 30-chip high and 30 low-caps. The stock study is for a period of 10 years with a split in two five years, one before and one amidst a crisis. The data used to conduct the study was derived from the DataStream data source.
The first major part of the work is the basic processing of the sample by creating two portfolios for each of the three countries separately. The criterion for dividing the shares of these two portfolios is the capitalization of the companies by dividing the shares into those with a high and low capitalization respectively on the basis of the average market capitalization per company on 31/12/2003. The two five years mentioned above extend from 2004 to 2008 and the other from 2012 to 2016. The separation of the sample takes into account initially the average for each company over the whole period and divides the sample based on the median of the average. Of the 9 total portfolios that have been created, the companies with extreme stock prices have been rejected, which were essentially outperforming in order to achieve a more symmetrical distribution in the sample. For better data processing, panels will be made to show the two basic dimensions of data, companies, and the time period.
In the second part of the paper we will present the various studies concerning the study of the calculation of the beta factors. These studies have been drawn from a wider range of articles dealing with the assessment of beta factors and the problems associated with it for more than thirty years. This section is divided into sub-chapters for each study showing the different methods of estimating the beta factors used and all the econometric constraints taken into account to enhance the reliability of the estimates. The analysis of these studies shows how the methods and models for calculating beta factors have evolved and highlights the main problems associated with this issue, especially in the case of shallow markets. This highlights a key issue that is the subject of reflection and in the first part of the work, which is no more than the error of the time span in estimating the beta coefficient which results precisely from the change in the measurement period.
In closing, a frequent phenomenon is that of lowering the marketability of some securities, which is the case as the beta factors of the securities are wrongly estimated. This fact supports the existence of the percentage of zero returns that a company's debt may pose due to low marketability. From the discussion of the conclusions drawn from the study of the job, but also on the basis of the above assumptions, it will be shown that portfolios containing low-capitalization companies are more prone to observe higher zero yields than portfolios containing companies with high capitalization. Moreover, this conclusion is reinforced, as will be seen, by the analysis of the various studies included in the second part of this paper. | el |
dc.contributor.master | Χρηματοοικονομική και Τραπεζική με κατεύθυνση στην Χρηματοοικονομική Ανάλυση για Στελέχη | el |
dc.subject.keyword | Μοντέρνο χαρτοφυλάκιο | el |
dc.subject.keyword | Markowitz | el |
dc.subject.keyword | Tobin | el |
dc.subject.keyword | Διαφοροποίηση | el |
dc.subject.keyword | Αποτελεσματικό Σύνολο | el |
dc.subject.keyword | Αποτελεσματικό Μέτωπο | el |
dc.subject.keyword | Υπόδειγμα Μέσου Διακύμανσης | el |
dc.subject.keyword | Χρηματιστήριο Αξιών Αθηνών | el |
dc.subject.keyword | Συστηματικός κίνδυνος | el |
dc.date.defense | 2018-03-13 | |