Η λογιστική αντιμετώπιση των δαπανών έρευνας και ανάπτυξης και η πληροφοριακή αξία για τους μετόχους
Master Thesis
Συγγραφέας
Μαρινάκης, Παναγιώτης Θ.
Ημερομηνία
2016Προβολή/ Άνοιγμα
Λέξεις κλειδιά
Έρευνα και ανάπτυξη ; Λογιστική ; Κεφαλαιοποίηση ; ΜέτοχοιΠερίληψη
Στην εποχή μας, όπου κυριαρχεί η τάση για επιχειρηματικότητα, τόσο στη χώρα μας, όσο και σε παγκόσμιο επίπεδο, η επίτευξη και διασφάλιση ενός ισχυρού ανταγωνιστικού πλεονεκτήματος, αποτελεί πρωταρχική προτεραιότητα για το σύνολο των οικονομικών μονάδων. Ένα από τα κύρια χαρακτηριστικά που εξασφαλίζει την παραπάνω επιδίωξη με θετικά αποτελέσματα αποτελεί η καινοτομία. Βασικό παράγοντα για την ανάπτυξη της καινοτομίας αποτελεί η επένδυση σε Έρευνα και Ανάπτυξη (Ε&Α). Πολλοί είναι οι ερευνητές, αλλά και φορείς, που έχουν εστιάσει την προσοχή τους στη λογιστική αντιμετώπιση της Ε&Α, δηλαδή με ποιο τρόπο το στοιχείο αυτό απεικονίζεται στα οικονομικά αποτελέσματα των διαφόρων επιχειρήσεων, εάν καταχωρείται ως δαπάνη ή εάν θεωρείται μια μακροχρόνια επένδυση της επιχείρησης καθώς και ποια είναι η σημασία της για τα ενδιαφερόμενα μέρη.
Κύριος στόχος της εργασίας αυτής είναι να διαπιστωθεί πως αντιμετωπίζεται λογιστικά η δαπάνη για Ε&Α και ποιες οι επιδράσεις της λογιστικής αντιμετώπισης των συγκεκριμένων δαπανών σε τέσσερις παράγοντες που διαδραματίζουν σημαντικό ρόλο όσον αφορά τη λειτουργία και την επιβίωση των σύγχρονων επιχειρήσεων. Οι τέσσερις αυτοί παράγοντες είναι η προσδοκώμενη κερδοφορία, οι πρακτικές διαχείρισης κερδών, οι τιμές και οι αποδόσεις των μετοχών και ο κίνδυνος που χαρακτηρίζει την κάθε επιχείρηση και πόσο αυτός επηρεάζεται από μια ενδεχόμενη επένδυση σε Ε&Α. Τέλος, ερευνάται ο βαθμός που ο αριθμός των διοικητικών στελεχών μπορεί να επηρεάζει τις αποφάσεις που λαμβάνονται από τα ανώτατα ιεραρχικά επίπεδα της διοικητικής πυραμίδας και σχετίζονται με την πλήρη ή μη κατάργηση των δαπανών που πραγματοποιούνται για Ε&Α.
Τα αποτελέσματα, που συλλέχθηκαν μετά από τη διερεύνηση δύο οικονομετρικών μοντέλων που κατασκεύασα, παρουσίασαν τεράστιο ενδιαφέρον ως προς τη μελέτη τους. Επίσης, πολλές φορές τα πορίσματα μου δεν επιβεβαίωναν τα αντίστοιχα των μελετητών της βιβλιογραφίας μου, καθώς εντόπισα αξιόλογες διαφορές, τόσο ανά κλάδο, όσο και ανά χώρα. Το δείγμα που χρησιμοποίησα βασίστηκε σε εταιρείες που δραστηριοποιούνται στο φαρμακευτικό, βιομηχανικό και τηλεπικοινωνιακό κλάδο της Γαλλίας, της Γερμανίας και της Ιταλίας. Διαπίστωσα λοιπόν κατά την διεξαγωγή της έρευνας μου, πως τα προσδοκώμενα κέρδη των επιχειρήσεων σχετίζονται θετικά με τη λογιστική καταχώρηση των δαπανών για Ε&Α στα έξοδα, για μεγάλο αριθμό των ιταλικών φαρμακευτικών και ιταλικών αλλά και γερμανικών βιομηχανικών και τηλεπικοινωνιακών εταιρειών. Αντίθετα, για καμία χώρα και σε κανένα κλάδο δε βρέθηκε συσχέτιση μεταξύ των στρατηγικών αποφάσεων που αφορούν την περικοπή των δαπανών για Ε&Α με τον αριθμό των διοικητικών στελεχών που πλαισιώνουν το διοικητικό συμβούλιο των εταιρειών. Επιπλέον, εντύπωση μου προκάλεσε το γεγονός ότι σε πολλά υποδείγματα, ως «στατιστικά σημαντικές» χαρακτηρίστηκαν μεταβλητές,
που δε βρίσκονταν στο επίκεντρο της μελέτης μου.
Ωστόσο, σημαντικό να αναφερθεί στο σημείο αυτό ότι για την καλύτερη και ουσιαστικότερη αξιολόγηση και τη μετέπειτα εξαγωγή συμπερασμάτων για τα δεδομένα μου, είναι απαραίτητο να μελετηθούν σημαντικά μεγέθη και στοιχεία για την κάθε χώρα και τον κάθε κλάδο συγκεκριμένα. Ως τέτοια, αναφορικά με τις χώρες που μελέτησα, υποδηλώνω τις οικονομικές, πολιτικές και κοινωνικές συνθήκες που επικρατούν στην καθεμία και την επιρροή αυτών στον εκάστοτε κλάδο. Τέλος, αναφορικά με τους κλάδους στους οποίους επικεντρώθηκα, θεωρώ πολύ σημαντική τη μελέτη και την ανάλυση των ιστορικών στοιχείων καθενός, προκειμένου να διαπιστωθούν οι διακυμάνσεις από τις οποίες χαρακτηρίζονται. Μ’ αυτό τον τρόπο, ο αναγνώστης είναι σε θέση να γνωρίζει πότε παρουσιάστηκε ανάκαμψη και πόσο διήρκησε, καθώς πότε υπήρξε πτώση και πότε σταθερότητα στο φαρμακευτικό κλάδο, στη βιομηχανία και στις τηλεπικοινωνίες αντίστοιχα.