Μέσο σταθμικό κόστος κεφαλαίου και κεφαλαιακή διάρθρωση κλάδου φαρμακαποθηκών για τα έτη 2005-2009
Προβολή/ Άνοιγμα
Θεματική επικεφαλίδα
Επιχειρήσεις -- Χρηματοδότηση ; Κεφαλαιακή επάρκεια ; Φαρμακευτική βιομηχανία και εμπόριο ; Επενδύσεις κεφαλαίουΠερίληψη
Το κόστος κεφαλαίου έχει για πολλά χρόνια θεωρηθεί ως απαραίτητο εργαλείο για την αξιολόγηση και την σύγκριση των επενδύσεων μιας επιχείρησης και είναι ίσο με την ελάχιστη απαιτούμενη απόδοση των επενδυτικών κεφαλαίων προς αυτή. Η αναμενόμενη αυτή απόδοση αντικατοπτρίζει το επίπεδο των επιτοκίων που επικρατούν στην αγορά και αποτελεί την πριμοδότηση (premium) για τον κίνδυνο που αναλαμβάνουν όσοι επενδύουν κεφάλαια στην επιχείρηση. Το ασφάλιστρο για τον κίνδυνο καθορίζεται από τον βαθμό επικινδυνότητας του κλάδου που η επιχείρηση δραστηριοποιείται. Όταν η επιχείρηση θέλει να χρηματοδοτήσει ένα νέο έργο, πιο ριψοκίνδυνο από τις συνήθεις εργασίες της, οι επενδυτές / δανειστές της θα αναμένουν μεγαλύτερη πριμοδότηση για τον κίνδυνο που αναλαμβάνουν, και έτσι το κόστος των κεφαλαίων που θα επενδύσουν, θα είναι υψηλότερο. Το κόστος κεφαλαίου μιας επιχείρησης, για συγκεκριμένο σκοπό και για συγκεκριμένο χρονικό διάστημα, εξαρτάται από τη διαθεσιμότητα και το κόστος των διαφόρων πηγών χρηματοδότησης. Επομένως, είναι ορθότερο να μιλάμε για ένα μεσοσταθμικό κόστος κεφαλαίου ( Weighted Average Cost of Capital ή WACC ). Από την στιγμή λοιπόν που το κόστος κεφαλαίου μπορεί να οριστεί ως η ελάχιστη απαιτούμενη απόδοση των επενδυτικών κεφαλαίων προς την επιχείρηση, από την πλευρά της διοίκησης, αποτελεί ένα βασικό εργαλείο μέτρησης των οικονομικών της επιδόσεων. Καθορίζει την αποδοχή ή όχι των επενδυτικών ευκαιριών, παρέχοντας ένα προεξοφλητικό επιτόκιο που μπορεί να χρησιμοποιηθεί για τον προσδιορισμό της καθαρής παρούσας αξίας των μελλοντικών ταμειακών ροών που αναμένονται από μία νέα επένδυση. Εναλλακτικά, αποτελεί ένα καταληκτικό επιτόκιο με το οποίο μπορεί να συγκριθεί το ποσοστό εσωτερικής απόδοσης της κάθε προτεινόμενης νέας επένδυσης. Τέλος, μπορεί να χρησιμοποιηθεί για να καθοριστεί αν η επιχείρηση, ή κάποιο τμήμα της, έχει πετύχει τους οικονομικούς στόχους που έχουν τεθεί.