Η απιστία κατά πιστωτικών ιδρυμάτων - Νομική και οικονομική ανάλυση του ζητήματος

Προβολή/ Άνοιγμα
Λέξεις κλειδιά
Απιστία ; Πιστωτικά ιδρύματαΠερίληψη
Έπειτα από δεκαετίες στη διάρκεια των οποίων δεν είχαν σημειωθεί ουσιαστικές αλλαγές στον ΠΚ και στον ΚΠΔ, από το καλοκαίρι του 2019 και έπειτα επήλθαν εκτεταμένες τροποποιήσεις οι οποίες διαμόρφωσαν ένα νέο τοπίο στην ποινική δογματική.
Χωρίς καν να έχουν προλάβει να εμπεδωθούν οι αλλαγές των ποινικών κωδίκων που συνέβησαν το καλοκαίρι του 2019, ο ν. 5090/2024 (ΦΕΚ Α’ 30/23.2.2024) εισήγαγε ριζικές τροποποιήσεις σε μία σειρά ποινικών διατάξεων με αποτέλεσμα την αλλαγή του υφιστάμενου πλαισίου ως προς τη δίωξη μιας σειράς αδικημάτων, την αυστηροποίηση των ποινών και του τρόπου έκτισής τους.
Έτσι, ενώ η καθιέρωση της κατ’ έγκληση δίωξης μίας σειράς περιουσιακών αδικημάτων είχε θεσπιστεί ήδη από τον Ιούλιο 2019, μία από τις σημαντικότερες αλλαγές που επήλθαν στον ισχύοντα μέχρι την ψήφιση του ν. 5090/2024 νέο ΠΚ, σημειώθηκε τον Νοέμβριο 2019 και αφορούσε στην επέκταση της κατ’ έγκληση δίωξης στο αδίκημα της απιστίας όταν η τελευταία στρεφόταν κατά τραπεζικών ιδρυμάτων και, άρα, όταν η ποινική δίωξη βάρυνε τα ίδια τα τραπεζικά στελέχη και τους τυχόν συνεργούς τους.
Η ανάγκη ρύθμισης της λειτουργίας των εισαγγελιών και των δικαστηρίων της χώρας στη διάρκεια της πανδημίας του Covid-19 και η χονδροειδής - και κατά τη γνώμη μου περιττή - εισαγωγή της διευκρινιστικής διάταξης αναφορικά με τη μη υπαγωγή της προθεσμίας για την υποβολή της λεγόμενης «δήλωσης συνέχισης» για την απιστία που στρέφεται κατά τραπεζών, στην υποχρεωτική τότε αναστολή των προθεσμιών, υπήρξε η «σταγόνα που ξεχείλισε το ποτήρι» ύστερα από αντιδράσεις που ήδη είχαν εκφραστεί από μερίδα δικαστών και εισαγγελέων.
Αποτέλεσμα ήταν να εκδηλωθούν φαινόμενα δικαστικού ακτιβισμού μέσω της έκδοσης μιας σειράς βουλευμάτων που χαρακτήρισαν αντισυνταγματική τη διάταξη που καθιέρωνε την κατ’ έγκληση δίωξη της απιστίας όταν αυτή τελείτο από τραπεζικά στελέχη.
Μετά από αρκετό χρονικό διάστημα ο Άρειος Πάγος έκρινε σύμφωνη με το Σύνταγμα τη διάταξη που θέσπισε την κατ’ έγκληση δίωξη της απιστίας που τελείται από τραπεζικά στελέχη. Κατ’ αυτόν τον τρόπο δόθηκε τότε ένα τέλος στο δικαστικό θρίλερ που εκτυλίχθηκε για μια σειρά υποθέσεων τραπεζικής απιστίας οι οποίες εκκρεμούσαν επί μακρόν στην προδικασία ή ενώπιον των ποινικών δικαστηρίων.
Αντικείμενο της παρούσας μελέτης αποτελεί η ανάλυση (από νομικής και οικονομικής απόψεως) του αδικήματος της απιστίας που στρέφεται σε βάρος πιστωτικών ιδρυμάτων και της επωφελέστερης επιλογής όσον αφορά τον τρόπο κίνησης της ποινικής δίωξης του υπό κρίση εγκλήματος.
Προεισαγωγικώς επισημαίνεται ότι κατόπιν των πρόσφατων τροποποιήσεων στους ποινικούς κώδικες με τον ν. 5090/2024, η διάταξη που εισήγαγε τον Νοέμβριο 2019 την κατ’ έγκληση δίωξη της απιστίας που στρέφεται σε βάρος τραπεζικών στελεχών καταργήθηκε με αποτέλεσμα την επαναφορά της αυτεπάγγελτης δίωξης της απιστίας και στην περίπτωση που αυτή στρέφεται σε βάρος τραπεζών.
Η παρούσα εργασία αναφέρεται στο καθεστώς πριν την αλλαγή που επήλθε με τον πρόσφατο ν. 5090/2024 προκειμένου να καταγράψει τις απόψεις και τις έντονες διαφωνίες που διατυπώθηκαν και που προφανώς οδήγησαν στην επαναφορά της οικείας διάταξης στην παλαιά της μορφή (αυτεπάγγελτη δίωξη της κακουργηματικής απιστίας υπό οιαδήποτε μορφή της) με τον ν. 5090/2024.