Εμφάνιση απλής εγγραφής

The impact of Mergers and Acquisitions (M&A) on financial institutions

dc.contributor.advisorPsillaki, Maria
dc.contributor.advisorΨυλλάκη, Μαρία
dc.contributor.authorThanos, Ioannis K.
dc.contributor.authorΘάνος, Ιωάννης
dc.date.accessioned2025-01-09T14:48:02Z
dc.date.available2025-01-09T14:48:02Z
dc.date.issued2024
dc.identifier.urihttps://dione.lib.unipi.gr/xmlui/handle/unipi/17285
dc.description.abstractΟ ευρωπαϊκός χρηματοπιστωτικός τομέας γνώρισε τεράστιες αλλαγές τις τελευταίες δύο δεκαετίες, οι οποίες ως επί το πλείστον θέτουν προκλήσεις στις δραστηριότητες των χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων αντί να αποτελούν πηγή ευκαιριών. Οι βασικοί παράγοντες που οδήγησαν σε αυτές τις αναταραχές περιλάμβαναν τις αποτυχίες ή τις παρ' ολίγον πτωχεύσεις των τραπεζών του Ηνωμένου Βασιλείου και της ηπειρωτικής Ευρώπης, οι οποίες ήταν σε μεγάλο βαθμό εκτεθειμένες σε τίτλους εξασφαλισμένους με ενυπόθηκα δάνεια των ΗΠΑ που πυροδότησαν την παγκόσμια χρηματοπιστωτική κρίση (GFC) του 2007-2008. Η κρίση επιδεινώθηκε από την έλλειψη ρευστότητας, καθώς πολλές από αυτές τις Ευρωπαϊκές τράπεζες βασίστηκαν σε βραχυπρόθεσμη χρηματοδότηση από την αγορά δολαρίου ΗΠΑ, η οποία στέρεψε καθώς οι τράπεζες των ΗΠΑ περιόρισαν τον διασυνοριακό δανεισμό. Επιπλέον, ο διατραπεζικός δανεισμός κατέρρευσε, καθώς οι ευρωπαϊκές τράπεζες γίνονταν όλο και πιο επιφυλακτικές όσον αφορά τον δανεισμό μεταξύ τους, οδηγώντας σε σοβαρή πιστωτική ασφυξία με έντονα περιορισμένο δανεισμό προς επιχειρήσεις και νοικοκυριά. Η πιστωτική ασφυξία επιδεινώθηκε περαιτέρω από την κρίση δημόσιου χρέους του 2010-2012 και την απότομη αύξηση των μη εξυπηρετούμενων δανείων, καθώς η χρηματοπιστωτική κρίση και η κρίση δημόσιου χρέους κλιμακώθηκαν σε σοβαρή οικονομική ύφεση σε ολόκληρη την Ευρώπη (Bremus and Fratzscher (2015); Bhimjee et al. (2016); Iwanicz-Drozdowska et al. (2016)). Μετά το ξέσπασμα της Ευρωπαϊκής πιστωτικής κρίσης και εν μέσω εκτεταμένων κατηγοριών ότι τα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα την προκάλεσαν σε μεγάλο βαθμό, η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ) εφάρμοσε νέο εποπτικό πλαίσιο. Η ΕΚΤ, ως η κύρια εποπτική αρχή, είχε ως στόχο να ενισχύσει την ανθεκτικότητα των τραπεζικών ιδρυμάτων αναλαμβάνοντας αρχικά την εποπτεία των συστημικά σημαντικών ιδρυμάτων από τις Εθνικές Εποπτικές Αρχές (ΕΕΑ). Μέσω του νεοσυσταθέντος Ενιαίου Εποπτικού Μηχανισμού (ΕΕΜ), η ΕΚΤ επέβαλε ενιαίους κανονισμούς για τη μείωση της ετερογένειας που υπήρχε μεταξύ των διαφόρων εθνικών εποπτικών αρχών, οι οποίοι ήταν πολύ αυστηρότεροι από ό,τι στο παρελθόν (Fiordelisi κ.ά. (2017)· Abad κ.ά. (2020)· Avgeri et al. (2021)). Ως αποτέλεσμα, οι τράπεζες υπό άμεση εποπτεία επωμίστηκαν τις πρόσθετες επιβαρύνσεις που εισήγαγαν αυτές οι κανονιστικές αλλαγές. Ένας εξέχων παράγοντας που συνέβαλε στην παγκόσμια οικονομική κρίση (GFC) και την επακόλουθη πιστωτική κρίση στην Ευρώπη - ή, τουλάχιστον, ένας που άφησε τα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα ευάλωτα - ήταν η αδύναμη εταιρική διακυβέρνηση, ειδικά εντός του διοικητικού συμβουλίου (Kirkpatrick 2009; Francis et al. (2012); de Haan και Vlahu (2016)· Fernandes et al. (2018)). Ανταποκρινόμενες σε αυτό, οι εποπτικές αρχές σε όλο τον κόσμο άρχισαν να παρακολουθούν στενότερα τις δομές διακυβέρνησης των ιδρυμάτων στη δικαιοδοσία τους. Επαναξιολόγησαν επίσης την αποτελεσματικότητα αυτών των δομών διακυβέρνησης, εκδίδοντας αναθεωρημένες κατευθυντήριες γραμμές εταιρικής διακυβέρνησης (π.χ. η έκθεση Walker (2009) στο Ηνωμένο Βασίλειο· την Πράσινη Βίβλο της Ευρωπαϊκής Επιτροπής (2010)· το Federal Reserve Board (Ομοσπονδιακή Τράπεζα των ΗΠΑ) (2013)· και διάφορες κατευθυντήριες γραμμές της Επιτροπής της Βασιλείας για την τραπεζική εποπτεία (2006), (2008), (2010), (2015)). Ως αποτέλεσμα, τα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα αντιμετώπισαν την πρόκληση να επανεξετάσουν και να αναδιαμορφώσουν τις δομές και τις πρακτικές διακυβέρνησής τους, όπου κρίθηκαν ανεπαρκείς. Ένας άλλος παράγοντας που οδήγησε σε βαθιές αλλαγές στον χρηματοπιστωτικό τομέα ήταν η ταχεία ανάπτυξη της τεχνολογίας, και ιδίως της χρηματοοικονομικής τεχνολογίας (Fintech). Οι νεοφυείς επιχειρήσεις που πρωτοστάτησαν σε αυτές τις τεχνολογίες διατάραξαν τα μέχρι πρότινος κυρίαρχα παραδοσιακά χρηματοπιστωτικά ιδρύματα, προσφέροντας παρόμοιες υπηρεσίες με πιο φιλικό προς τον χρήστη, ταχύτερο και άμεσο τρόπο, διατηρώντας ταυτόχρονα μικρότερες και πιο ευέλικτες επιχειρηματικές δομές. Κατά συνέπεια, τα παραδοσιακά θεσμικά όργανα, που ήδη αντιμετώπιζαν άλλες σημαντικές προκλήσεις, αντιμετώπιζαν τώρα το δίλημμα της προσαρμογής σε αυτές τις τεχνολογικές αλλαγές ή του να κινδυνεύσουν να χάσουν σταδιακά το ανταγωνιστικό τους πλεονέκτημα. Ένα τμήμα των παραδοσιακών χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων που επηρεάστηκε ιδιαίτερα από την κρίση ήταν οι επενδύσεις τους σε συγχωνεύσεις και εξαγορές (M&A). Με την κερδοφορία και τη ρευστότητα σε σημαντικά χαμηλά επίπεδα, τα ιδρύματα αυτά δεν διέθεταν το πλεόνασμα που απαιτείται για να προχωρήσουν σε τέτοιες επεκτάσεις. Επίσης, οι αυστηρότεροι εποπτικοί κανόνες που επέβαλε ο Ενιαίος Εποπτικός Μηχανισμός, ο οποίος επέβαλε αυστηρότερα κριτήρια για την πραγματοποίηση πιθανών συναλλαγών συγχωνεύσεων και εξαγορών, περιόρισαν περαιτέρω αυτές τις δραστηριότητες. Ωστόσο, ακόμη μικρότερες σε αριθμό, συμφωνίες συγχωνεύσεων και εξαγορών εξακολουθούσαν να πραγματοποιούνται κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου, αν και αφορούσαν κυρίως μικρότερες εγχώριες συμφωνίες ή αναγκαστικές εξαγορές προβληματικών ιδρυμάτων. Παρά την αυστηρή στάση απέναντι στις συγχωνεύσεις και εξαγορές, οι εποπτικές αρχές άρχισαν να βλέπουν ότι τέτοιες συμφωνίες θα μπορούσαν να οδηγήσουν σε περαιτέρω βελτίωση του χρηματοπιστωτικού συστήματος, επιτρέποντας στα πιο αποτελεσματικά ιδρύματα να απορροφούν εκείνα που ήταν περιττά για τον κλάδο και ενισχύοντας τις επιδόσεις των συστημικών τραπεζών. Δεδομένης αυτής της δυνατότητας, είναι επομένως σημαντικό να διερευνηθεί κατά πόσον οι συγχωνεύσεις και εξαγορές θα μπορούσαν να χρησιμεύσουν ως αποτελεσματική στρατηγική για να βοηθήσουν τα ευρωπαϊκά χρηματοπιστωτικά ιδρύματα να αντιμετωπίσουν, ή ακόμη και να μετατρέψουν, τις προκλήσεις των προαναφερθέντων γεγονότων σε ευκαιρίες. Για το σκοπό αυτό, η παρούσα διατριβή παρουσιάζεται σε τρία δοκίμια. Το πρώτο δοκίμιο εξετάζει τη σχέση μεταξύ συγχωνεύσεων και εξαγορών, επιπέδων κεφαλαίου και χρηματοοικονομικών επιδόσεων των τραπεζών. Το δεύτερο δοκίμιο διερευνά τη σχέση μεταξύ συγχωνεύσεων και εξαγορών, την ποιότητα της διακυβέρνησης και τις οικονομικές επιδόσεις των τραπεζών. Το τρίτο δοκίμιο διερευνά τη σχέση μεταξύ συγχωνεύσεων και εξαγορών ή οποιασδήποτε συνεργασίας με εταιρείες fintech, την ισχύ στην αγορά και τις οικονομικές επιδόσεις των τραπεζών. Συγκεκριμένα, το πρώτο δοκίμιο διερευνά την επίδραση των συναλλαγών συγχωνεύσεων και εξαγορών στα επίπεδα κεφαλαίου και, είτε άμεσα είτε έμμεσα μέσω της μεταβολής των επιπέδων κεφαλαίου που προκαλείται από τις συγχωνεύσεις, στην κερδοφορία και την αξία των ευρωπαϊκών τραπεζών, εξετάζοντας επίσης τις επιπτώσεις που μπορεί να έχουν τυχόν αλλαγές στην κεφαλαιοποίηση πρώτα στον συστηματικό τους κίνδυνο (καθώς γίνονται ασφαλέστερες) και στη συνέχεια στο κόστος κεφαλαίου τους (εάν κριθούν ασφαλέστερες αναμένεται να μειωθούν).Χρησιμοποιώντας αξιόπιστες οικονομετρικές μεθόδους και εναλλακτικά μέτρα για τις εξεταζόμενες μεταβλητές, προσφέρουμε νέα εμπειρικά στοιχεία χρησιμοποιώντας ένα πιο πρόσφατο δείγμα ευρωπαϊκών τραπεζών από 14 χώρες (συγκεκριμένα το Βέλγιο, τη Γερμανία, την Ιρλανδία, την Ελλάδα, την Ισπανία, τη Γαλλία, την Ιταλία, την Κύπρο, τη Λιθουανία, τη Μάλτα, την Ολλανδία, την Αυστρία, την Πορτογαλία, τη Φινλανδία) για την περίοδο 2008-2020. Επιπλέον, συμβάλλουμε στην υπάρχουσα βιβλιογραφία διερευνώντας τον τρόπο με τον οποίο οι συγχωνεύσεις και εξαγορές επηρεάζουν σημαντικούς δείκτες των τραπεζών που επηρεάστηκαν από την έλευση του Ενιαίου Εποπτικού Μηχανισμού κάτι που με βάση τα όσα γνωρίζουμε ως τώρα δεν έχει εξεταστεί στην βιβλιογραφία. Η ανάλυσή μας εξετάζει επίσης τον αντίκτυπο της εισαγωγής του ΕΕΜ σε όλα τα μέτρα που χρησιμοποιούμε στον έλεγχο, λαμβάνοντας επίσης υπόψη τον διαχωρισμό που επέβαλε στα σημαντικά και τα λιγότερο σημαντικά ιδρύματα. Μια άλλη καινοτομία αυτής της μελέτης είναι η πληρέστερη διερεύνηση των επιπτώσεων των συγχωνεύσεων και εξαγορών στις ευρωπαϊκές τράπεζες μέσω μιας πολυεπίπεδης και διαδοχικής ανάλυσης. Για τη διεξαγωγή της οικονομετρικής μας ανάλυσης, χρησιμοποιούμε τη Γενικευμένη Μέθοδο Ροπών (GMM), συγκεκριμένα την προσέγγιση εκτιμητή GMM συστήματος δύο σταδίων, που προτάθηκε από τους Arellano και Bover (1995) και Blundell και Bond (1998), για την αντιμετώπιση πιθανών ζητημάτων ενδογένειας που μπορεί να προκύψουν σε δυναμικά μοντέλα δεδομένων πάνελ. Τα αποτελέσματα δείχνουν κυρίως ότι οι συγχωνεύσεις και εξαγορές έχουν σημαντικό αντίκτυπο τόσο στα επίπεδα κεφαλαίου όσο και στην κερδοφορία των τραπεζών. Ειδικότερα, διαπιστώνουμε ότι τα ιδρύματα που επιχειρούν συμφωνίες συγχωνεύσεων και εξαγορών παρουσιάζουν αύξηση των επιπέδων κεφαλαίου τους, τόσο για το σύνολο του δείγματος όσο και ειδικά για τα άμεσα εποπτευόμενα ιδρύματα. Ενώ παρατηρείται επίσης αύξηση της λογιστικής κερδοφορίας τους, παρατηρείται μείωση της χρηματιστηριακής αξίας για το σύνολο του δείγματος, αν και το αντίστροφο ισχύει για τα άμεσα εποπτευόμενα ιδρύματα. Ωστόσο, όταν εξετάζουμε τις επιπτώσεις πολλαπλών ετήσιων συγχωνεύσεων και εξαγορών και προηγούμενης συσσωρευμένης εμπειρίας σε τέτοιες συμφωνίες, εμφανίζονται φαινόμενα κορεσμού. Ο αντίκτυπος των συγχωνεύσεων και εξαγορών καθίσταται ασήμαντος ή, σε ορισμένες περιπτώσεις, αντιστρέφεται, ιδίως για τα άμεσα εποπτευόμενα ιδρύματα. Επιπλέον, η ανάλυση της έμμεσης σχέσης μεταξύ συγχωνεύσεων και εξαγορών και χρηματοοικονομικών επιδόσεων μέσω αυξημένων κεφαλαιακών δεικτών αποδίδει αρνητικά αποτελέσματα. Τα αποτελέσματα αυτά υποδηλώνουν ότι, αν και οι προτεραιότητες των χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων στην Ευρώπη έχουν αλλάξει, με τις αυξήσεις κεφαλαίου να αποτελούν πλέον κίνητρο για συγχωνεύσεις και εξαγορές, αυτή η εστίαση στην κεφαλαιακή επάρκεια μπορεί να περιορίσει την ικανότητά τους να παράγουν κέρδη από βασικές δραστηριότητες (όπως η έκδοση δανείων). Με άλλα λόγια, ενώ η αύξηση του κεφαλαίου μπορεί να καταστήσει τα ιδρύματα ασφαλέστερα, μπορεί επίσης να περιορίσει τις δυνατότητες κερδοφορίας τους. Το δεύτερο δοκίμιο διερευνά τον αντίκτυπο των συγχωνεύσεων και εξαγορών, πρώτον, στην ποιότητα της διακυβέρνησης και, στη συνέχεια, είτε άμεσα είτε μέσω αλλαγών στην ποιότητα διακυβέρνησης που προκαλούνται από τη συγχώνευση, στις οικονομικές επιδόσεις των τραπεζών. Χρησιμοποιώντας εύρωστες οικονομετρικές μεθόδους, καθώς και εναλλακτικά μέτρα διακυβέρνησης και τραπεζικής απόδοσης, προσφέρουμε νέα εμπειρικά αποτελέσματα χρησιμοποιώντας ένα πιο πρόσφατο δείγμα ευρωπαϊκών τραπεζών από 21 χώρες (συγκεκριμένα το Βέλγιο, τη Γερμανία, την Ιρλανδία, την Ελλάδα, την Ισπανία, τη Γαλλία, την Ιταλία, την Κύπρο, την Ολλανδία, την Αυστρία, την Πορτογαλία, τη Φινλανδία, το Ηνωμένο Βασίλειο, την Ελβετία, τη Σουηδία, την Πολωνία, τη Δανία, την Ουγγαρία, την Τσεχική Δημ., τη Νορβηγία, τη Ρωσία) για την περίοδο 2008-2020. Χρησιμοποιώντας έναν πιο ολοκληρωμένο δείκτη εταιρικής διακυβέρνησης, σε συνδυασμό με μια πολυεπίπεδη και διαδοχική εξέταση, παρέχουμε μια πιο εμπεριστατωμένη ανάλυση των επιπτώσεων των συγχωνεύσεων και εξαγορών. Όπως και στο προηγούμενο δοκίμιο, χρησιμοποιούμε την προσέγγιση εκτιμητή GMM συστήματος δύο βημάτων για τις οικονομετρικές εκτιμήσεις μας. Τα ευρήματα καταδεικνύουν σαφώς ότι οι συγχωνεύσεις και εξαγορές έχουν σημαντικό αντίκτυπο. Συγκεκριμένα, παρατηρούμε μια σημαντική και θετική επίδραση των Σ&Ε στην εταιρική διακυβέρνηση των αγοραστριών τραπεζών. Ωστόσο, αυτή η επίδραση φαίνεται να μειώνεται σημαντικά, ενδεχομένως λόγω κορεσμού, όταν οι συγχωνεύσεις και εξαγορές δεν χρησιμοποιούνται στρατηγικά. Όσον αφορά την άμεση επίδραση των συγχωνεύσεων και εξαγορών στις χρηματοοικονομικές επιδόσεις των τραπεζών, τόσο η λογιστική κερδοφορία όσο και η χρηματιστηριακή αξία τους παρουσιάζουν αρχικά θετικά αποτελέσματα, αλλά και πάλι, η προηγούμενη εμπειρία με συγχωνεύσεις και εξαγορές φαίνεται να οδηγεί σε φαινόμενα κορεσμού, μειώνοντας την επίδραση. Όσον αφορά την έμμεση επίδραση μέσω της αλλαγής στην ποιότητα της διακυβέρνησης, τα αποτελέσματα είναι πιο περίπλοκα, κλίνουν περισσότερο προς τα αρνητικά, καθώς κάθε θετικός αντίκτυπος στη διακυβέρνηση φαίνεται να επιφέρει περισσότερες αρνητικές επιπτώσεις. Ενώ οι βελτιωμένες δομές διακυβέρνησης θεωρούνται γενικά ότι ενισχύουν την αξία των επιχειρήσεων, δεν φαίνεται να γίνονται θετικά αντιληπτές από τους επενδυτές. Αυτό θα μπορούσε να εξηγηθεί από την πιθανότητα οι επενδυτές να μην δίνουν προτεραιότητα στις δομές διακυβέρνησης ή, εάν το κάνουν, τα κριτήρια για το τι συνιστά «χρηστή» διακυβέρνηση μπορεί να μην είναι σαφή ή σαφώς καθορισμένα. Ως αποτέλεσμα, η αύξηση των χρηματοοικονομικών επιδόσεων φαίνεται να οφείλεται πιο άμεσα στις ίδιες τις συναλλαγές Σ&Ε, παρά στη βελτίωση των δομών διακυβέρνησης, οι οποίες μπορεί να χρειαστούν χρόνο για να μεταφραστούν σε οικονομικά οφέλη. Το τρίτο δοκίμιο εξετάζει τον αντίκτυπο των συγχωνεύσεων και εξαγορών ή οποιουδήποτε άλλου είδους συνεργασίας που μπορεί να έχει μια τράπεζα με μια εταιρεία χρηματοοικονομικής τεχνολογίας, αρχικά στην ισχύ της τράπεζας στην αγορά και, στη συνέχεια, είτε άμεσα είτε μέσω των επιπτώσεων που προκαλούνται από τη συγχώνευση, στις οικονομικές επιδόσεις της. Ο στόχος αυτού του δοκιμίου είναι να προσφέρει νέες γνώσεις στη σχετικά σπάνια βιβλιογραφία σχετικά με τις συνεργασίες μεταξύ τραπεζών και εταιρειών fintech. Ειδικότερα, αυτή είναι η πρώτη από όσο γνωρίζω μελέτη που διερευνά τον αντίκτυπο αυτών των συμπράξεων στην ισχύ των τραπεζών στην αγορά και, μέσω μιας πολυεπίπεδης και διαδοχικής ανάλυσης, παρέχει μια πιο ολοκληρωμένη κατανόηση του συνολικού αντικτύπου τους, μαζί με μια πιθανή πορεία για την επίτευξή τους. Το δείγμα μας περιλαμβάνει στοιχεία από ευρωπαϊκές τράπεζες από 21 χώρες (συγκεκριμένα από το Βέλγιο, τη Γερμανία, την Ιρλανδία, την Ελλάδα, την Ισπανία, τη Γαλλία, την Ιταλία, την Κύπρο, τις Κάτω Χώρες, την Αυστρία, την Πορτογαλία, τη Φινλανδία, το Ηνωμένο Βασίλειο, την Ελβετία, τη Σουηδία, την Πολωνία, τη Δανία, την Ουγγαρία, την Τσεχική Δημ., τη Νορβηγία, τη Ρωσία) για την περίοδο 2008-2020. Όπως και στα προηγούμενα δοκίμια, χρησιμοποιούμε τον εκτιμητή GMM συστήματος δύο βημάτων για να εκτιμήσουμε τους συντελεστές των κύριων μοντέλων μας. Τα αποτελέσματα δείχνουν αρχικά αρνητικό αντίκτυπο των συγχωνεύσεων και εξαγορών στην ισχύ των τραπεζών στην αγορά. Ωστόσο, όταν δοκιμάζουμε πολλαπλές συνεργασίες σε ένα έτος και εξετάζουμε τις επιπτώσεις της προηγούμενης εμπειρίας με τέτοιες συμφωνίες, βρίσκουμε ένα σαφές θετικό αποτέλεσμα όταν προκύπτουν πολλαπλές συμφωνίες σε ένα έτος. Αντίθετα, όταν υπάρχει μεγάλος αριθμός προηγούμενων συσσωρευμένων συμφωνιών, το αποτέλεσμα γίνεται και πάλι αρνητικό. Ο θετικός αντίκτυπος στην ισχύ στην αγορά φαίνεται να απορρέει από μακροπρόθεσμες βελτιώσεις, όπως η αυξημένη αποτελεσματικότητα και το μειωμένο κόστος εργασίας, οι οποίες μπορούν να προκύψουν από αυτές τις εταιρικές σχέσεις. Η άμεση επίδραση στην χρηματοοικονομική απόδοση, φαίνεται να είναι πιο περίπλοκη. Ενώ υπάρχει αρχικά θετικό αποτέλεσμα, αυτό γίνεται αρνητικό καθώς αυξάνεται ο αριθμός των ετήσιων συμφωνιών και η προηγούμενη εμπειρία με παρόμοιες συνεργασίες. Σε συνδυασμό με την έμμεση επίδραση που συνδέεται με τη θετική σχέση με την ισχύ στην αγορά και τα αποτελέσματα των προηγούμενων βημάτων, τα ευρήματα αυτά δείχνουν είτε ότι η επίτευξη συνεργειών μέσω τέτοιων συμπράξεων είναι μια πολύπλοκη διαδικασία. Μπορεί επίσης να υποδεικνύουν ότι ενώ οι συνέργειες μπορεί να μην υλοποιηθούν αμέσως, μπορούν να πραγματοποιηθούν με την πάροδο του χρόνου μέσω των οργανωτικών αλλαγών που επιφέρουν αυτές οι συνεργασίες. Αυτά τα αποτελέσματα υποδηλώνουν ότι οι συνεργασίες με fintechs αποτελούν πρόκληση και περιλαμβάνουν σημαντικά εμπόδια ολοκλήρωσης. Για να επιτευχθούν ευεργετικά αποτελέσματα από τέτοιες συμφωνίες, οι κατεστημένες τράπεζες πρέπει να επενδύσουν τον κατάλληλο χρόνο και προσπάθεια στη μετάβαση σε πιο αποτελεσματικές και ευέλικτες επιχειρηματικές δομές, τουλάχιστον όπως αυτές των fintechs που φαίνεται να είναι το κλειδί για την υλοποίηση των επιδιωκόμενων συνεργειών.el
dc.format.extent164el
dc.language.isoenel
dc.publisherΠανεπιστήμιο Πειραιώςel
dc.rightsΑναφορά Δημιουργού-Μη Εμπορική Χρήση-Όχι Παράγωγα Έργα 3.0 Ελλάδα*
dc.rights.urihttp://creativecommons.org/licenses/by-nc-nd/3.0/gr/*
dc.titleThe impact of Mergers and Acquisitions (M&A) on financial institutionsel
dc.title.alternativeΟι επιπτώσεις των Συγχωνεύσεων και των Εξαγορών (Σ&Ε) στα χρηματοπιστωτικά ιδρύματαel
dc.typeDoctoral Thesisel
dc.contributor.departmentΣχολή Οικονομικών, Επιχειρηματικών και Διεθνών Σπουδών. Τμήμα Οικονομικής Επιστήμηςel
dc.description.abstractENThe European financial sector has experienced significant changes over the last two decades, mostly posing challenges on the operations of financial institutions rather than being the source of opportunities. Key factors driving these upheavals included the failures or near-failures of UK and Continental European banks, which were heavily exposed to U.S. mortgage-backed securities that triggered the 2007-2008 Global Financial Crisis (GFC). The crisis was compounded by a liquidity shortage, as many of European banks relied on short-term funding from the U.S. dollar market, which dried-up as U.S. banks curtailed cross-border lending. In addition, interbank lending collapsed as European banks became increasingly wary of lending to each other, leading to a severe credit crunch with sharply restricted lending to businesses and households. The credit crunch was further exacerbated by the 2010-2012 sovereign debt crisis, and a sharp rise in non-performing loans, as the financial and sovereign crises escalated into a severe economic downturn across Europe (Bremus and Fratzscher (2015); Bhimjee et al. (2016); Iwanicz-Drozdowska et al. (2016)). Following the outbreak of the European credit crisis, and amid widespread accusations that financial institutions had largely caused it, the European Central Bank (ECB) implemented a new supervisory framework. The ECB, as the main supervisory authority, aimed to enhance the resilience of banking institutions by initially assuming oversight of systemically important institutions from National Supervisory Authorities (NSAs). Through the newly established Single Supervisory Mechanism (SSM), the ECB imposed uniform regulations to reduce the heterogeneity that existed between the different national supervisory authorities, which were much stricter than before (Fiordelisi et al. (2017); Abad et al. (2020); Avgeri et al. (2021)). As a result, banks under direct supervision bore the additional burdens introduced by these regulatory changes. A prominent factor attributed to the GFC and the subsequent credit crunch in Europe—or, at the very least, one that left financial institutions vulnerable—was weak corporate governance, especially within the board of directors (Kirkpatrick 2009; Francis et al. (2012); de Haan and Vlahu (2016); Fernandes et al. (2018)). In response, supervisory authorities around the world began to monitor more closely the governance structures of the institutions in their jurisdiction. They also reassessed the effectiveness of these governance structures, issuing revised corporate governance guidelines (e. g., the Walker Report (2009) in the UK; the European Commission Green paper (2010); the Federal Reserve Board (2013); and various Basel Committee on Banking Supervision guidelines (2006), (2008), (2010), (2015)). As a result, financial institutions faced the challenge of rethinking and reshaping their governance structures and practices where they were deemed inadequate. Another factor driving profound changes in the financial sector was the rapid development of technology, and in particular the financial technology (Fintech). The start-ups that pioneered these technologies disrupted the previously dominant traditional financial institutions by offering similar services in a more user friendly, faster and direct way, while at the same time maintaining smaller and more flexible business structures. Consequently, traditional institutions, already dealing with other significant challenges, now faced the dilemma of adapting to these technological changes or risk gradually losing their competitive edge. One section of traditional financial institutions that was particularly affected by the crisis was their investments in Mergers and Acquisitions (M&A). With profitability and liquidity at significantly low levels, these institutions lacked surplus needed to proceed with such expansions. Also, the stricter supervisory rules imposed by the Single Supervisory Mechanism, which enforced stricter criteria for realizing potential M&A transactions, further limited these activities. However, even smaller in number, M&A deals still occurred during this period, albeit mainly involving smaller domestic deals or forced acquisitions of failing institutions. Despite the strict stance towards M&As, supervisors began to see that such agreements could lead to further improvement of the financial system by enabling more efficient institutions to absorb those that were superfluous to the industry and by enhancing the performance of systemic banks. Given this potential, it is therefore important to explore whether M&As could serve as an effective strategy to help European financial institutions address, or even transform, the challenges by the events mentioned above into opportunities. To this end, this thesis is presented in three essays. The first essay examines the relationship between M&As, capital levels and banks' financial performance. The second essay explores the relationship between M&As, the quality of governance, and the financial performance of banks. The third essay investigates the relationship between M&As or any cooperation with fintech companies, market power and the financial performance of banks. Specifically, the first essay investigates the impact of M&A transactions on capital levels and, either directly or indirectly through the merger induced change in capital levels, on the profitability, and value of European banks by also considering the effects that any changes in capitalization may have first on their systematic risk (as they become safer) and then on their cost of capital (if they are deemed safer it is expected to decrease). Using reputable econometric methods and alternate measures for the examined variables, we offer new empirical evidence using a more recent sample of European banks from 14 countries (namely Belgium, Germany, Ireland, Greece, Spain, France, Italy, Cyprus, Lithuania, Malta, Netherlands, Austria, Portugal, Finland) for the period 2008-2020. In addition, we contribute to the existing literature by exploring how M&As affect significant measures of banks that were influenced by the advent of the Single Supervisory Mechanism which to our knowledge has not yet been examined in literature. Our analysis also considers the impact of SSM’s introduction on all tested measures by also taking into consideration the separation that it imposed to significant and less significant institutions. Another innovation of this study is the more comprehensive investigation of the impact of M&As on European banks through a multilevel and sequential analysis which is not evident to our knowledge in the relevant literature. Specifically, we perform our analysis in two steps which are interconnected, and the merger effect of the first step is examined on the second one in order to capture the indirect long-term effect that may be created. To conduct our econometric analysis, we employ the Generalized Method of Moments (GMM), specifically the two-step system GMM estimator approach, proposed by Arellano and Bover (1995) and Blundell and Bond (1998), to address any potential endogeneity issues that may arise in dynamic panel data models. The results primarily show that M&As have a significant impact on both the capital levels and profitability of banks. In particular, we find that institutions that attempt M&A deals experience an increase in their capital levels, both for the whole sample and specifically for directly supervised institutions. While there is also an increase in their accounting profitability, a decrease in market capitalization is observed for the whole sample, though the reverse is true for directly supervised institutions. However, when we examine the effects of multiple annual M&As and prior accumulated experience on such deals, saturation effects appear. The impact of M&As becomes insignificant or, in some cases, reversed, especially for directly supervised institutions. Furthermore, the analysis of the indirect relationship between M&As and financial performance through increased capital ratios yields negative results. These results suggest that although the priorities of financial institutions in Europe have changed, with capital increases now motivating M&As, this focus on capital adequacy may constrain their ability to generate profits from core activities (such as issuing loans). In other words, while increasing capital can make institutions more secure, it may also limit their profit-making potential. The second essay investigates the impact of M&As, first, on the quality of governance, and then either directly or through changes in the quality of governance induced by the merger, on banks' financial performance. Using robust econometric methods, as along with alternative measures of governance and bank performance, we offer new empirical results using a more current sample of European banks from 21 countries (namely Belgium, Germany, Ireland, Greece, Spain, France, Italy, Cyprus, Netherlands, Austria, Portugal, Finland, UK, Switzerland, Sweeden, Poland, Denmark, Hungary, Czech Rep., Norway, Russia) for the period 2008-2020. By employing a more comprehensive corporate governance indicator, combined with a multi-level and sequential examination, we provide a more thorough analysis of the impact of M&As. As in the previous essay, we use the two-step system GMM estimator approach for our econometric estimations. The findings clearly demonstrate that M&As have a significant impact. Specifically, we observe a significant and positive effect of the M&As on the corporate governance of the acquiring banks. However, this effect seems to diminish significantly, potentially due to saturation, when M&As are not used strategically. Regarding the direct effect of M&As on banks' financial performance, both book profitability and market capitalization initially show positive results, but again, previous experience with M&As appears to lead to a saturation effect, diminishing the impact. Regarding the indirect effect through change in the quality of governance, the results are more complex, leaning more towards the negative, as any positive impact on governance seems to bring more negative effects. While improved governance structures are generally seen as enhancing firm value, they do not seem to be positively perceived by investors. This could be explained by the possibility that investors do not prioritize governance structures, or if they do, the criteria for what constitutes "good" governance may not be clear or well-defined. As a result, increases in financial performance appear to be driven more directly by the M&A transactions themselves, rather than through improvements in governance structures, which may take time to translate into financial benefits. The third essay examines the impact of M&As or any other kind of cooperation a bank may have with a fintech company, initially on the bank's market power, and then either directly or through the merger induced effects, on its financial performance. The aim of this essay is to offer new insights to the relatively scarce literature on partnerships between banks and fintech companies. In particular, this is the first to my knowledge study to investigate the impact of these partnerships on banks' market power, and through a multi-level and sequential analysis to provide a more comprehensive understanding of their overall impact, along with a possible pathway to achieving them. Our sample includes data from European banks from 21 countries (namely Belgium, Germany, Ireland, Greece, Spain, France, Italy, Cyprus, Netherlands, Austria, Portugal, Finland, UK, Switzerland, Sweeden, Poland, Denmark, Hungary, Czech Rep., Norway, Russia) for the period 2008-2020. As in the previous essays we use the two-step system GMM estimator to estimate the coefficients of our main models. The results initially show a negative impact of M&As on banks' market power. However, when we test for multiple collaborations in a single year and examine the effects of prior experience with such deals, we find a clear positive result when multiple deals occur in one year. Conversely, when there are a large number of previous accumulated deals, the result turns again negative. The positive effect on market power appears to stem from long-term improvements such as increased efficiency and reduced labor costs, which can emerge from these partnerships. The direct effect on performance, appears to be more complex. While there is an initially positive effect, this turns negative as the number of yearly deals and prior experience with similar collaborations increase. Combined with the indirect effect associated with the positive relationship with market power and the results of the previous steps, these findings indicate either that achieving synergies through such partnerships is a complex process. Thay may also indicate that while synergies may not materialize immediately, they can be realized over time through the organizational changes brought about by these partnerships. These results imply that collaborations with fintechs are challenging and involve significant integration hurdles. To achieve beneficial results from such deals, the incumbent banks need to invest appropriate time and effort into transitioning to more efficient and agile business structures, at least like those of fintechs which seem to be key to realizing the sought-after synergies.el
dc.subject.keywordΕξαγορέςel
dc.subject.keywordΣυγχωνεύσειςel
dc.subject.keywordΧρηματοπιστωτικά ιδρύματαel
dc.date.defense2024-12-16


Αρχεία σε αυτό το τεκμήριο

Thumbnail

Αυτό το τεκμήριο εμφανίζεται στις ακόλουθες συλλογές

Εμφάνιση απλής εγγραφής

Αναφορά Δημιουργού-Μη Εμπορική Χρήση-Όχι Παράγωγα Έργα 3.0 Ελλάδα
Εκτός από όπου διευκρινίζεται διαφορετικά, το τεκμήριο διανέμεται με την ακόλουθη άδεια:
Αναφορά Δημιουργού-Μη Εμπορική Χρήση-Όχι Παράγωγα Έργα 3.0 Ελλάδα

Βιβλιοθήκη Πανεπιστημίου Πειραιώς
Επικοινωνήστε μαζί μας
Στείλτε μας τα σχόλιά σας
Created by ELiDOC
Η δημιουργία κι ο εμπλουτισμός του Ιδρυματικού Αποθετηρίου "Διώνη", έγιναν στο πλαίσιο του Έργου «Υπηρεσία Ιδρυματικού Αποθετηρίου και Ψηφιακής Βιβλιοθήκης» της πράξης «Ψηφιακές υπηρεσίες ανοιχτής πρόσβασης της βιβλιοθήκης του Πανεπιστημίου Πειραιώς»