Η ποιότητα των κερδών στις οικονομικές καταστάσεις των ευρωπαϊκών εταιρειών : εμπειρική διερεύνηση της ασύμμετρης συμπεριφοράς του κόστους
Doctoral Thesis
Συγγραφέας
Σελέκος, Παναγιώτης
Ημερομηνία
2023-06Επιβλέπων
Παπαναστασόπουλος, ΓεώργιοςΠροβολή/ Άνοιγμα
Λέξεις κλειδιά
Asymmetric cost behaviour ; Operating expenses ; Non-listed firms ; EuropeΠερίληψη
Η μελέτη της συμπεριφοράς κόστους είναι εξαιρετικά σημαντική για τη λογιστική κόστους και πολλούς τύπους αναφοράς συμμόρφωσης. Με την έλευση της έννοιας της ασυμμετρίας κόστους, η οποία έχει μελετηθεί κυρίως στο πλαίσιο εισηγμένων εταιρειών σε διάφορα εθνικά περιβάλλοντα, όπως οι ΗΠΑ (π.χ. Anderson et al., 2003), η Βραζιλία (π.χ. de Medeiros and de Souza Costa, 2004), η Ιαπωνία (π.χ. He et al., 2010), το Ηνωμένο Βασίλειο, η Γαλλία και η Γερμανία (π.χ. Calleja, et al., 2006), η σχετική έρευνα έχει αποκτήσει μεγάλη σημασία.
Σκοπός της τρέχουσας διδακτορικής έρευνας είναι να διερευνήσει την εκδήλωση της ασύμμετρης συμπεριφοράς κόστους των λειτουργικών εξόδων μεταξύ μη εισηγμένων εταιρειών στο πλαίσιο των ΕΕ-28 χωρών. Τα υπάρχοντα περιορισμένα εμπειρικά στοιχεία (Dalla and Perego, 2013; Cheng et al., 2016; Ozkaya et al., 2020) δείχνουν ότι, κατά μέσο όρο, οι μη εισηγμένες εταιρείες παρουσιάζουν Αρνητική ασυμμετρία (με εξαίρεση τις τουρκικές μη εισηγμένες εταιρείες, οι οποίες παρουσιάζουν Θετική ασυμμετρία), ενώ οι εισηγμένες εταιρείες τείνουν να εμφανίζουν Θετική ασυμμετρία (π.χ. Anderson et al., 2003; Chen, Lu, & Sougiannis, 2012; Balakrishnan, & Gruca, 2008; Banker, & Byzalov, 2014).
Χρησιμοποιούμε ένα δείγμα 4.177.625 παρατηρήσεων από τη βάση δεδομένων Amadeus για την περίοδο 2009-2017 προκειμένου να διερευνήσουμε το φαινόμενο της ασύμμετρης συμπεριφοράς κόστους σε συνολικό επίπεδο ΕΕ-28 χωρών αλλά και σε επίπεδο χώρας. Με βάση τις τυπικές λογαριθμικές γραμμικές και γραμμικές οικονομετρικές προσεγγίσεις για τον έλεγχο της παρουσίας ασύμμετρης συμπεριφοράς κόστους, διαπιστώνουμε ότι τα λειτουργικά έξοδα τείνουν να παρουσιάζουν Αρνητική ασυμμετρία κατά μέσο όρο.
Υποθέτουμε ότι οι λόγοι συμπεριφοράς των αποφάσεων συνειδητής δέσμευσης πόρων και η συσχέτισή τους με το επίπεδο του κόστους προσαρμογής είναι οι αιτίες για το ποικίλο μοτίβο ασύμμετρης συμπεριφοράς κόστους στο πλαίσιο των εισηγμένων και μη εισηγμένων εταιρειών. Εστιάζοντας στο πλαίσιο των εισηγμένων εταιρειών εντός των οποίων τα διευθυντικά στελέχη έχουν κεντρικό ρόλο στις επίσημες ή ανεπίσημες διαδικασίες λήψης αποφάσεων για τη διαχείριση των διαθέσιμων επιχειρηματικών οικονομικών πόρων, οι αποφάσεις δέσμευσης πόρων αποδίδονται στους διευθυντές (Banker and Byzalov, 2014). Ωστόσο, στην περίπτωση των μη εισηγμένων εταιρειών, οι διαθέσιμοι επιχειρηματικοί οικονομικοί πόροι είναι σχετικά περιορισμένοι και η παρουσία του επιχειρηματία μπορεί να μειώσει την ικανότητα των διευθυντών να κατευθύνουν τις αποφάσεις κατανομής πόρων. Η περιορισμένη διαθεσιμότητα πόρων και η πιο έντονη ενδο-οργανωσιακή σύγκρουση για τις αποφάσεις κατανομής πόρων (δηλαδή μεταξύ ιδιοκτητών και διευθυντών ή άλλων ενδιαφερόμενων μερών) αυξάνει την ένταση της Αρνητικής ασυμμετρίας.
Επιπλέον, η κατεύθυνση και η ένταση της ασύμμετρης συμπεριφοράς κόστους δείχνουν αυξημένη μεταβλητότητα μεταξύ διαφορετικών εθνικών πλαισίων. Χρησιμοποιούμε διάφορες οικονομετρικές προδιαγραφές για να εξετάσουμε την παρουσία ασύμμετρης συμπεριφοράς κόστους σε συνολικό επίπεδο ΕΕ-28 χωρών αλλά και σε επίπεδο χώρας. Σε ορισμένες περιπτώσεις σε ολόκληρο το ευρωπαϊκό τοπίο, τα λειτουργικά έξοδα παρουσιάζουν έλλειψη ασύμμετρης συμπεριφοράς κόστους. Με βάση το γραμμικό μοντέλο που αντιπροσωπεύει τη δομή κόστους μιας επιχείρησης, τα λειτουργικά έξοδα παρουσιάζουν Αρνητική ασυμμετρία στο 42% των εκτιμήσεων σε επίπεδο χώρας, Θετική Ασυμμετρία στο 6% και έλλειψη ασύμμετρης συμπεριφορά κόστους στο 52%.
Αναζητώντας πρόσθετα εμπειρικά στοιχεία σχετικά με την ένταση και την κατεύθυνση της ασυμμετρίας κόστους, εξετάσαμε επίσης τον αντίκτυπο μιας σειράς περιβαλλοντικών, θεσμικών και διαχειριστικών παραγόντων. Φαίνεται ότι η συσχέτιση μεταξύ της Αρνητικής ασυμμετρίας των λειτουργικών εξόδων και ορισμένων παραγόντων είναι πιο μεταβλητή στην περίπτωση των μη εισηγμένων εταιρειών και σε πολλές περιπτώσεις διαμετρικά αντίθετη από αυτή των εισηγμένων εταιρειών, κυρίως λόγω των ιδιότυπων χαρακτηριστικών των μη εισηγμένων εταιρειών.
Συγκεκριμένα, όσον αφορά τους περιβαλλοντικούς καθοριστικούς παράγοντες της ασυμμετρίας κόστους, η αβεβαιότητα ζήτησης αυξάνει την ένταση της Αρνητικής ασυμμετρίας σε μη εισηγμένες εταιρείες (έλλειψη ασυμμετρίας κόστους σε μικρότερες μη εισηγμένες εταιρείες), ενώ στην περίπτωση των εισηγμένων εταιρειών, η αβεβαιότητα ζήτησης είτε αυξάνει τη Θετική ασυμμετρία ή οδηγεί σε έλλειψη ασυμμετρίας κόστους. Επιπλέον, η δικαστική αποτελεσματικότητα, ο ανταγωνισμός, η ρυθμιστική παρέμβαση και η νομοθεσία για την προστασία των μετόχων δε δημιουργούν ασυμμετρία κόστους σε μη εισηγμένες εταιρείες, ενώ είτε ενισχύουν είτε μειώνουν τη Θετική ασυμμετρία στις εισηγμένες εταιρείες. Επιπροσθέτως, η οικονομική κρίση, ο πληθυσμός και η νομοθεσία για την προστασία της απασχόλησης αυξάνει την Αρνητική ασυμμετρία των μη εισηγμένων εταιρειών. Για τις εισηγμένες εταιρείες, η οικονομική κρίση τείνει να μειώνει τη Θετική ασυμμετρία, ο πληθυσμός αυξάνει την ασυμμετρία κόστους και η νομοθεσία για την προστασία της απασχόλησης αυξάνει τη Θετική ασυμμετρία. Όσον αφορά το βαθμό μακροοικονομικής δραστηριότητας, αυτός μειώνει την ένταση της Αρνητικής ασυμμετρίας για τις μη εισηγμένες (αυξάνει τη Θετική ασυμμετρία στις εισηγμένες εταιρείες). Επίσης, η διαθεσιμότητα ειδικευμένου προσωπικού, το κοινοτικό κοινωνικό κεφάλαιο, το ποσοστό ανεργίας, το κατά κεφαλήν εισόδημα και η προέλευση του νόμου (common vs code law system) είτε προκαλούν έλλειψη ασυμμετρίας είτε μειώνουν την Αρνητική ασυμμετρία για μη εισηγμένες εταιρείες, ανάλογα με το μέγεθος της επιχείρησης, ενώ για τις εισηγμένες οι παράγοντες αυτοί μειώνουν τη Θετική ασυμμετρία, προκαλούν έλλειψη ασυμμετρίας και εντείνουν τη Θετική ασυμμετρία. Όσον αφορά τα ειδικά χαρακτηριστικά του κλάδου, οι μη εισηγμένες εταιρείες τείνουν να παρουσιάζουν αυξημένη Αρνητική ασυμμετρία ή έλλειψη ασυμμετρίας κόστους, ενώ αυτά τα χαρακτηριστικά είτε αυξάνουν είτε μειώνουν τη Θετική ασυμμετρία για τις εισηγμένες εταιρείες.
Όσον αφορά τους θεσμικούς καθοριστικούς παράγοντες της ασυμμετρίας κόστους που εξετάστηκαν στην τρέχουσα διδακτορική έρευνα, οι μη εισηγμένες εταιρείες με υψηλότερη ένταση εργαζομένων και περιουσιακών στοιχείων αντιμετωπίζουν υψηλότερα κόστη προσαρμογής και δεσμευμένους πόρους αντίστοιχα και κατά συνέπεια και οι δύο μεταβλητές μειώνουν την ένταση της Αρνητικής ασυμμετρίας, παρόμοια με τις εισηγμένες επιχειρήσεις. Επιπλέον, οι μη εισηγμένες εταιρείες με υψηλό οργανωσιακό κεφάλαιο και πρόσβαση σε πηγές χρηματοδότησης επιδεικνύουν ενισχυμένη Αρνητική ασυμμετρία (έλλειψη ασυμμετρίας κόστους σε μικρότερες μη εισηγμένες εταιρείες), ενώ στην περίπτωση των εισηγμένων εταιρειών αυτές οι μεταβλητές αυξάνουν τη Θετική ασυμμετρία. Επιπλέον, οι μη εισηγμένες εταιρείες με υψηλό επίπεδο ιδιοκτησιακής ανεξαρτησίας είναι πιο πιθανό να εμφανίσουν αυξημένες ενδο-οργανωτικές συγκρούσεις και, ως εκ τούτου, Αρνητική ασυμμετρία.
Όσον αφορά τους εξεταζόμενους διοικητικούς καθοριστικούς παράγοντες της ασυμμετρίας κόστους, η συμπεριφορά δημιουργίας αυτοκρατορίας φαίνεται να σχετίζεται με έλλειψη ασυμμετρίας κόστους στις μη εισηγμένες εταιρείες, αλλά τείνει να αυξάνει τη Θετική ασυμμετρία στις εισηγμένες εταιρείες. Επιπλέον, οι απαισιόδοξες διοικητικές προσδοκίες για μελλοντικές πωλήσεις αυξάνουν την ένταση της Αρνητικής ασυμμετρίας (ή τη μειώνουν σε μεγαλύτερες μη εισηγμένες εταιρείες), όπως στην περίπτωση των εισηγμένων εταιρειών.
Αυτή η μελέτη προσφέρει πρόσθετα διεθνή εμπειρικά στοιχεία για την ασύμμετρη συμπεριφορά κόστους των λειτουργικού δαπανών στο πλαίσιο των ευρωπαϊκών μη εισηγμένων επιχειρήσεων, καλύπτοντας το κενό της βιβλιογραφίας στην έρευνα της ασύμμετρης συμπεριφοράς κόστους των μη εισηγμένων εταιρειών. Λόγω της έλλειψης έρευνας για την ασυμμετρία κόστους των μη εισηγμένων εταιρειών, η τρέχουσα διδακτορική έρευνα μπορεί να χρησιμεύσει ως βάση για μελλοντική έρευνα και να βοηθήσει την επιχειρηματική κοινότητα στην καλύτερη αξιολόγηση των προϋπολογισμών, στην αξιολόγηση των οικονομικών καταστάσεων, στη λήψη επενδυτικών αποφάσεων και στη διεξαγωγή αξιολογήσεων απόδοσης.