Essays on defense economics
Δοκίμια στα οικονομικά της άμυνας
Doctoral Thesis
Συγγραφέας
Κεχρινιώτη, Αλεξάνδρα
Kechrinioti, Alexandra
Ημερομηνία
2023Επιβλέπων
Οικονομίδου, ΚλαίρηΠροβολή/ Άνοιγμα
Λέξεις κλειδιά
Οικονομία της άμυναςΠερίληψη
Στο πρώτο μισό του 21ου αιώνα, οι παγκόσμιες εξελίξεις είναι εκείνες που καθορίζουν τον τρόπο με τον οποίο εκδηλώνεται η απειλή κατά της ασφάλειας στον σύγχρονο κόσμο. Η παγκόσμια κοινότητα είναι και θα παραμείνει εξαιρετικά βίαιη, εξαιτίας και της συνολικής οικονομικής ανάπτυξης που συνεπάγεται τη διεύρυνση του χάσματος πλουσίων και φτωχών, τόσο εντός των συνόρων μίας χώρας όσο και μεταξύ των κρατών. Η παγκόσμια οικονομική μεγέθυνση καθώς και η έντονη αλληλεπίδραση μεταξύ των χωρών δημιουργεί νέες μορφές τρωτότητας και συνεπώς αυξάνει την ανάγκη της ύπαρξης μέτρων ασφαλείας. Κάθε κυβέρνηση που δρα εκ μέρους των πολιτών της προσπαθεί να τους διασφαλίσει ότι μέσω των αμυντικών δαπανών είναι δυνατόν να επιτευχθεί η υπεράσπιση του έθνους, και η προαγωγή της ειρήνης και της ασφάλειας. Μία βιώσιμη προσέγγιση για την προάσπιση της εθνικής ασφάλειας είναι η κατοχή μιας επαρκούς ποσοτικά, εκπαιδευμένης και κατάλληλα εξοπλισμένης στρατιωτικής δύναμης η οποία θα είναι ικανή να αποθαρρύνει, να αποτρέψει – αλλά και αν αυτό κριθεί απαραίτητο- να εξουδετερώσει ένα ευρύ σύνολο μελλοντικών αντιπάλων (Rahman and Siddiqui 2019). Καθόσον η αμυντική δύναμη έχει αναδειχθεί σε παράγοντα καθοριστικό για τη διαμόρφωση της στάσης των κρατών σε ένα διεθνές σύστημα, η παρούσα διατριβή επιχειρεί να διερευνήσει τη φύση και τη σπουδαιότητα των αμυντικών δαπανών για την επίτευξη ενός υψηλού επιπέδου ασφάλειας και σταθερότητας στον σύγχρονο κόσμο.
Συγκεκριμένα, μελετά την διαρκή αντιπαράθεση μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας, δύο συμμάχων του ΝΑΤΟ, οι οποίοι ωστόσο συντηρούν μία ανταγωνιστική σχέση. Η συνεχής εκδήλωση εχθρότητας μεταξύ αυτών, έχει οδηγήσει αρκετούς στη διαπίστωση ότι οι χώρες εμπλέκονται σε μία κούρσα εξοπλισμών, κυρίως εξαιτίας της εισβολής στην Κύπρο το 1974, που ακολουθήθηκε από μία σειρά γεγονότων κατά τη διάρκεια των οποίων οι αντίστοιχες στρατιωτικές δυνάμεις ήταν σε επιφυλακή και μετά βίας απεφεύχθη η πολεμική σύρραξη (Matthews 1999; Athanassiou and Kollias 2000). Παρόλο που αρκετοί ερευνητές έχουν εξετάσει τη δυναμική των Ελληνοτουρκικών σχέσεων ασφαλείας, τα υφιστάμενα ανάμεικτα αποτελέσματα, καθιστούν το θέμα κατάλληλο για περαιτέρω διερεύνηση. Σκοπός αυτής της μελέτης είναι να εξακριβώσει εάν η αντιπαλότητα των δύο γειτονικών χωρών στοιχειοθετεί ένα εξοπλιστικό κυνήγι, χρησιμοποιώντας μία Bayesian τεχνική εφαρμοσμένη σε ένα VAR μοντέλο, για ετήσιας βάσης δεδομένα της περιόδου 1960-2020.
Επιπρόσθετα, η διατριβή μελετά τη δυναμική αλληλεξάρτηση μεταξύ των αμυντικών δαπανών και της οικονομίας κατά την περίοδο 1970-2018, λαμβάνοντας υπόψη την αλληλεπίδραση των δώδεκα κορυφαίων, με βάση τις στρατιωτικές δαπάνες, χωρών. Η καινοτομία αυτής της προσπάθειας έγκειται στη μοντελοποίηση της δυναμικής διασύνδεσης και διάχυσης των αμυντικών δαπανών μεταξύ των οικονομικών μονάδων. Η συγκεκριμένη τεχνική στηρίζεται στο διακεκριμένο έργο των Acemoglu et al. (2012) και Pesaran and Yang (2020), και χρησιμοποιεί τη δομή ενός δικτύου βασισμένου στο πλαίσιο των μοντέλων γενικής ισορροπίας. Η διεισδυτικότητα κάθε οικονομίας στο δίκτυο εξετάζεται χρησιμοποιώντας την τεχνική των Pesaran and Yang (2020), ενώ η επιλογή του SpVAR μοντέλου που προτείνεται από τους εν λόγω συγγραφείς, επεκτείνεται με τη χρήση μίας GVAR τεχνικής που εξασφαλίζει αφθονία και ευελιξία ως προς την μοντελοποίηση της δυναμικής των διεθνών κρίσεων, ενώ καθιστά διαχειρίσιμο και το θέμα του διαστατού. Τέλος, με βάση την επιλογή των κυρίαρχων οντοτήτων που προτείνεται από τους Konstantakis et al. (2015) και Tsionas et al. (2016) διενεργείται μία ανάλυση ευαισθησίας για την εύρεση των κυρίαρχων οικονομιών (κόμβων) στο πλαίσιο του δικτύου.
Επίσης, η διατριβή επιδιώκει να εξετάσει εάν η στρατιωτική δραστηριότητα μίας χώρας διαμορφώνει τα αισθήματα τρόμου των πολιτών της. Ειδικότερα, διερευνά τον βαθμό στον οποίο το χάσμα ως προς την θρησκεία και την τεχνολογική ανάπτυξη μεταξύ δύο χωρών που εμπλέκονται σε πολεμική σύγκρουση, επηρεάζει τον φόβο για ένα επερχόμενο τρομοκρατικό χτύπημα στο άμεσο μέλλον, εντός των ορίων της χώρας που επιτίθεται αλλά και στην ευρύτερη περιοχή. Η ανάμειξη των Ευρωπαίων σε εμπόλεμες ζώνες στη Συρία και το Ιράκ με τη μορφή ξένων μαχητών, καθιστά την Ευρώπη αντιμέτωπη με το ρίσκο ότι άτομα τα οποία έχουν αποκτήσει πολεμική εμπειρία θα μπορούσαν να επιστρέψουν στην ευρωπαϊκή ήπειρο να διαπράξουν ή να συντονίσουν μακράς προετοιμασίας και εξελιγμένες, ευρείας κλίμακας επιθέσεις ή παρορμητικά και απρόβλεπτα χτυπήματα εκτελούμενα από «μοναχικούς λύκους». Αυτός ο προβληματισμός εγείρει το ερώτημα πώς η στρατιωτική δραστηριότητα ενός κράτους επηρεάζει την στάση των πολιτών απέναντι στην ομολογία ότι η χώρα τους ή η Ευρώπη είναι ευάλωτη σε σοβαρές απειλές. Η συγκεκριμένη μελέτη, βασισμένη σε δεδομένα από 27 ευρωπαϊκές χώρες και 92.636 ερωτώμενους για τις περιόδους 2005-2006 και 2007-2008, συνεισφέρει στην υπάρχουσα βιβλιογραφία, διενεργώντας μία ολοκληρωμένη ανάλυση ως προς τη διαμόρφωση του αισθήματος του φόβου σε χώρες εμπλεκόμενες σε πολεμικές συρράξεις, εστιάζοντας ωστόσο στους πολίτες της επιτιθέμενης πλευράς, καθόσον υφίσταται πιθανότητα εκδίκησης.
Εν κατακλείδι, η εμπειρική ανάλυση του ρόλου των αμυντικών δαπανών που πραγματώνεται στην παρούσα εργασία, προσφέρει μία χρήσιμη και ιδιαίτερη εμβάθυνση όσον αφορά στις επιλογές που ακολουθεί μία χώρα για την αμυντική πολιτική της στο πλαίσιο ενός δυναμικού διεθνούς συστήματος. Ο ισχυρισμός ότι οι οικονομίες που είναι δικτυωμένες σε ένα παγκόσμιο πλαίσιο διαμορφώνουν την στάση τους κατάλληλα, με βάση τη γενικότερη δραστηριότητα του δικτύου, επιβεβαιώνεται. Η παγκοσμιοποίηση και η οικονομική αλληλεπίδραση εντείνουν τη συγκεκριμένη τάση, υπενθυμίζοντας ότι είναι επιτακτικό οι οικονομικές μονάδες να επαναπρογραμματίζουν τα αμυντικά τους σχέδια ταχέως και να προσαρμόζονται σε απρόσμενες κρίσεις, ακολουθώντας τις κατάλληλες τακτικές. Επίσης, η διαχείριση των συναισθημάτων και απόψεων του κοινού θα ήταν χρήσιμο να αποτελεί μέρος μίας επιτυχημένης κρατικής πολιτικής, εφόσον η προαγωγή της ασφάλειας και της σταθερότητας δεν συνδέεται αποκλειστικά με αμυντικές στρατηγικές.