Ζητήματα ομίλων επιχειρήσεων : Ομιλική ευθύνη - Ομιλικό συμφέρον - Ενδοομιλικές συναλλαγές - Χρηματοδότηση ομίλων επιχειρήσεων
Προβολή/ Άνοιγμα
Λέξεις κλειδιά
Όμιλοι επιχειρήσεων ; Ομιλικό συμφέρον ; Ευθύνη ομίλου ; Χρηματοδότηση ομίλων ; Ενδοομιλικές συναλλαγέςΠερίληψη
Η παρούσα διπλωματική εργασία υπεβλήθη στα πλαίσια του διατμηματικού προγράμματος μεταπτυχιακών σπουδών «Δίκαιο και Οικονομία - Master in Law & Economics», της Σχολής Οικονομικών, Επιχειρηματικών Και Διεθνών Σπουδών, του Πανεπιστημίου Πειραιώς, για την απόκτηση του μεταπτυχιακού τίτλου σπουδών.
Στόχος της, είναι η ανάδειξη των κυριότερων ζητημάτων που ανακύπτουν από τη λειτουργία του, εκ των σημαντικότερων και πιο ιδιόμορφων, φαινομένων, της σύγχρονης παγκόσμιας οικονομικής πραγματικότητας, που απολαμβάνει βαθέων νομικών και οικονομικών προεκτάσεων και προκαλεί τακτικά τον επιστημονικό διάλογο, τους Όμιλους Επιχειρήσεων. Σε κάθε κεφάλαιο της παρούσας διπλωματικής θίγονται, θεματικά, ζητήματα που έχουν προκύψει ως απόρροια της ομιλικής σύνδεσης των επιχειρήσεων.
Στο πρώτο κεφάλαιο προσδιορίζεται η έννοια των Ομίλων επιχειρήσεων. Αναδεικνύεται η σημασία τους σε νομικό και οικονομικό επίπεδο και παρουσιάζονται οι έννοιες της σύνδεσης, οι μορφές αυτής και η έννοια του ασκούμενου εκ της μητρικής προς τις θυγατρικές ελέγχου, δυνάμει των οποίων συντίθενται τα είδη των ομίλων επιχειρήσεων. Ύστερα, λαμβανομένων υπόψη της σύνδεσης και του εγγενούς δυϊσμού του ομιλικού μορφώματος, που συνίσταται στην οικονομική ενότητα και εξάρτηση μεταξύ των συνδεδεμένων επιχειρήσεων με την ταυτόχρονη νομική αυτοτέλεια εκάστου εταιρικού μέλους, θίγεται το ζήτημα της ευθύνης της ελέγχουσας μητρικής εταιρείας, στις εσωτερικές σχέσεις, που περιλαμβάνουν τους μετόχους μειοψηφίας της ελεγχόμενης θυγατρικής αλλά και της ελέγχουσας μητρικής, και στις εξωτερικές σχέσεις του ομίλου, οι οποίες περιλαμβάνουν τους εταιρικούς πιστωτές και τους εργαζόμενους και την επερχόμενη πόλωση ενδοεταιρικών συμφερόντων, ένεκα της ασκούμενης εκ της μητρικής διοίκησης, που πολλάκις υπερβαίνει το εταιρικό συμφέρον της θυγατρικής της με σκοπό να αποκομίσει κέρδος από τη δραστηριότητα της τελευταίας.
Στο δεύτερο κεφάλαιο εκτίθεται το, έως σήμερα ανοικτό και υπό διαμόρφωση, νομικό ζήτημα της θέσπισης και κατανομής ευθύνης εντός του ομίλου και το ζήτημα της καθιέρωσης αποζημιωτικών μηχανισμών της μητρικής έναντι της θυγατρικής της ή έναντι των δανειστών της τελευταίας. Εκτίθενται σημαντικές νομικές βάσεις και εργαλεία θεμελίωσης της ευθύνης της μητρικής εταιρείας και αναδεικνύεται η τάση της κρατούσας άποψης, υπέρ της θέσπισης ειδικών νομοθετικών ρυθμίσεων για την τήρηση της υποχρέωσης πίστης της μητρικής εταιρείας ως μεγαλομετόχου της θυγατρικής της, δηλαδή για τη ρύθμιση της εσωτερικής ευθύνης της μητρικής. Για τη ρύθμιση της εξωτερικής ευθύνης της μητρικής έναντι των πιστωτών της θυγατρικής της, εν τέλει προβάλλεται ως επαρκές εργαλείο, ο θεσμός της άρσης της νομικής αυτοτέλειας.
Στο τρίτο κεφάλαιο παρουσιάζεται η έννοια του συμφέροντος του ομίλου υπό το πρίσμα των επιστημονικών προτάσεων που έχουν δοθεί. Το ομιλικό συμφέρον αποτελεί κατά τις γραφές, έναν «ασφαλή λιμένα» για τη διοίκηση της θυγατρικής εταιρείας, η οποία συνήθως δρα στις εταιρικές υποθέσεις με γνώμονα τις υποδείξεις και εντολές της ελέγχουσας μητρικής εταιρείας, εφόσον λειτουργεί με βάση το συμφέρον του ομίλου και συντρέχουν και κάποιες επιπλέον προϋποθέσεις. Εφαλτήριο του ομιλικού συμφέροντος αποτέλεσε η νομολογία του γαλλικού Ακυρωτικού, Rozenblum, η οποία έκρινε ότι η εξουσιαζόμενη εταιρεία οφείλει να ανέχεται μέτρα που λαμβάνονται χάριν της ευρύτερης στρατηγικής του ομίλου, εφόσον, δεν της επιφέρουν μόνο επιμέρους ζημίες, αλλά και οφέλη εντός εύλογου χρονικού διαστήματος, αρκεί να μην θίγεται η υπόστασή της. Έπειτα, εκτίθενται οι απόψεις ειδικών που τάσσονται υπέρ αλλά και κατά, της νομοθετικής αναγνώρισης του συμφέροντος του ομίλου και η κρατούσα άποψη κατά την οποία το εταιρικό συμφέρον δεν μπορεί να υποκατασταθεί από το συμφέρον του ομίλου παρά μόνο να το συμπροσδιορίσει, ενώ δεδομένου ότι αποτελεί αόριστη νομική έννοια κατ΄ επέκταση η εφαρμογή του καθίσταται αόριστη, επομένως το πλήθος ζητημάτων που ανακύπτουν στα πλαίσια των ενδοομιλικών συναλλαγών δύναται να αντιμετωπιστεί και με άλλους καταλληλότερους μηχανισμούς.
Το τέταρτο κεφάλαιο καταπιάνεται με το ζήτημα των ενδοομιλικών συναλλαγών το οποίο προκύπτει από το ότι οι συνδεδεμένες επιχειρήσεις, σκοπεύοντας στη μεγιστοποίηση των κερδών τους, μετέρχονται πρακτικών, που ως αποτέλεσμα έχουν τη μη ορθή εφαρμογή των κανόνων της αγοράς, κυρίως δια της μεταφοράς κερδών από μία χώρα στην άλλη με μεθόδους φορολογικού σχεδιασμού (tax-planning), ώστε να επιτυγχάνεται σημαντική εξοικονόμηση φόρων για λογαριασμό τους σε βάρος των φορολογικών εσόδων άλλων χωρών. Στα πλαίσια αυτού του ζητήματος αναλύεται η μέθοδος transfer pricing, ως το σύνολο των κανόνων που στοχεύουν στην αποφυγή μεταφοράς των κερδών σε εταιρείες του ομίλου με ευνοϊκότερο φορολογικό καθεστώς, δια του προσδιορισμού των τιμών σύμφωνα με την αρχή των ίσων αποστάσεων, κατά την ενδοομιλική τιμολόγηση. Στο τέλος του ίδιο κεφαλαίου εκτίθενται οι νομοθετικές ρυθμίσεις του Ελληνικού Δικαίου για την περίοδο 2014 έως σήμερα, αναφορικά με τις υποχρεώσεις των συνδεμένων επιχειρήσεων, που στοχεύουν στην, κατά το δυνατό, αποτελεσματικότερη πρόληψη των ανωτέρω αναδυόμενων προβλημάτων.
Στο τελευταίο κεφάλαιο, θίγεται η χρηματοδότηση των ομίλων επιχειρήσεων που εξ ορισμού διαδραματίζει ρόλο ζωτικής σπουδαιότητας για την ίδρυση και τη διαρκή ανάπτυξη του ομιλικού μορφώματος. Εκτίθεται το θέμα της εξασφάλισης των εξωομιλικών πιστωτών, δεδομένου ότι ο δανεισμός αποτελεί, ίσως, το σημαντικότερο εργαλείο χρηματοδότησης ενός ομίλου, αλλά και η τάση των ομιλικών πιστωτών να θωρούν τον όμιλο ως ενιαία οντότητα, επιδιώκοντας αφενός, την απόκτηση εξασφαλίσεων από το σύνολο της ομιλικής περιουσίας αφετέρου, την πλήρη και διαρκή πληροφόρηση αναφορικά με την οικονομική θέση των δανειοδοτούμενων μελών και εν γένει του ομίλου. Κατόπιν εκτίθενται τα είδη της χρηματοδότησης καθώς και η γκάμα εργαλείων που επιστρατεύονται για το κάθε της είδος.