Κανόνες διακοπής κλινικών δοκιμών φάσης ΙΙΙ: ανασκόπηση και σύγκριση
Προβολή/ Άνοιγμα
Λέξεις κλειδιά
Κλινικές μελέτες ; Κανόνες διακοπής ; ΣχεδιασμόςΠερίληψη
Η παρούσα διπλωματική εργασία παρουσιάζει μεθόδους για τον πρόωρο τερματισμό κλινικών δοκιμών φάσης ΙΙΙ και άλλων δοκιμών μεγάλου μεγέθους. Έμφαση δίνεται σε σχεδιασμούς στους οποίους οι ασθενείς εισέρχονται στη μελέτη σε διαφορετικούς χρόνους και αναλύονται κατά ομάδες σε μία σειρά επαναλαμβανόμενων στατιστικών συγκρίσεων που επιτρέπουν τη συνέχεια διενέργειας της μελέτης ή επιβάλλουν τον πρόωρο τερματισμό της. Αρχικά θα εξετασθεί ο απλός σχεδιασμός ενός σταδίου στον οποίο υπάρχουν μόνο δύο ομάδες ασθενών, και η απόκριση μετριέται είτε με συνεχείς μεταβλητές ή με διάστημα χρόνου πρωτού συμβεί το αναμενόμενο γεγονός. Έμφαση θα δοθεί στο μαθηματικό υπόβαθρο του κάθε σχεδιασμού το οποίο παρουσιάζεται αναλυτικά για τους σχεδιασμούς που έχουν επιλεχθεί από τη βιβλιογραφία. Στη συνέχεια θα εξετασθούν σχεδιασμοί δύο σταδίων οι οποίοι μπορεί να περιλαμβάνουν δύο ή και περισσότερες ομάδες ασθενών, καθώς και ενοποιημένοι κλινικοί σχεδιασμοί φάσης ΙΙ/ΙΙΙ. Οι τελευταίοι επιλέγονται κυρίως για λόγους εξοικονόμησης χρόνου (λ.χ. όταν υπάρχει άμεση ανάγκη για χορήγηση άδειας κυκλοφορίας στην αγορά), λόγοι κόστους καθώς και μείωση του αριθμού των ασθενών. Τέλος θα εξετασθούν σχεδιασμοί στους οποίους η απόκριση μετριέται με δύο μεταβλητές οι οποίες αξιολογούνται ταυτόχρονα και έχουν την ίδια βαρύτητα. Στο δεύτερο μέρος της μελέτης, θα επιχειρηθεί μία σύγκριση των σχεδιασμών σε σχέση με το συνολικό δείγμα που απαιτούν για να επιτευχθεί η αναμενόμενη στατιστική ισχύς, καθώς και την ικανότητά τους να αντιληφθούν μία διαφορά στην επίδραση των δύο θεραπειών, εαν αυτή υπάρχει, εμπλέκοντας όσο το δυνατόν λιγότερους ασθενείς. Οι κανόνες τερματισμού είναι σημαντικό μέρος του σχεδιασμού, πρωτίστως για λόγους ηθικής και σεβασμού προς τον ασθενή και την παγκόσμια κοινότητα. Το κλείσιμο της μελέτης επιβάλλεται σε περίπτωση που η νέα θεραπεία δεν είναι αποτελεσματική (ή δεν είναι το ίδιο αποτελεσματική όσο η ενδεδειγμένη) ώστε να εκτεθούν όσο γίνεται λιγότεροι ασθενείς και για λιγότερο χρονικό διάστημα, ή όταν η νέα θεραπεία διαπιστωθεί ότι είναι πιο αποστελεσματική από την ενδεδειγμένη ώστε άμεσα να γίνει διαθέσιμο το φάρμακο στην αγορά.