Η οικονομική ανάλυση του εγκλήματος στον κυβερνοχώρο / Τα οικονομικά του ηλεκτρονικού εγκλήματος
Cyber crime law & economics / The economics of cyber crime
Master Thesis
Συγγραφέας
Κωνσταντοπούλου, Μαρία Ευαγγελία
Ημερομηνία
2020-11-13Επιβλέπων
Χατζής, ΑριστείδηςΠροβολή/ Άνοιγμα
Λέξεις κλειδιά
Ηλεκτρονικό έγκλημα ; Δικτυακό έγκλημα ; Έγκλημα στον κυβερνοχώρο ; Κυβερνοχώρος ; Διαδίκτυο ; Οικονομική ανάλυση ; Δίκαιο ; Οικονομική ανάλυση του δικαίου ; Οικονομικά ; Διαδικτυακές επιθέσεις ; Σύμβαση της Βουδαπέστης ; e-Crime ; Cyber crime ; Cyber security ; Internet ; Web ; European Convention on Cybercrime ; Economic analysis ; Law ; Economics ; Four modalities of constraint ; Πάροχοι υπηρεσιών διαδικτύου ; Hackers ; Hacking ; Lawrence Lessig ; BeckerΠερίληψη
Η παρούσα εργασία επιχειρεί να καταδείξει τις πολυσύνθετες διαστάσεις του ηλεκτρονικού εγκλήματος ως κοινωνικού φαινομένου που γεννήθηκε με την ψηφιακή εποχή και αναδείχθηκε σε διεθνή απειλή, αόρατη, πλην όμως, με ορατό κοινωνικό και οικονομικό αντίκτυπο στον κόσμο του σήμερα. Το ηλεκτρονικό έγκλημα, για το οποίο δεν υπάρχει ομοφωνία ως προς τον ορισμό του από τα περισσότερα κράτη, εμφανίζεται με πολλές μορφές, ορισμένες εκ των οποίων γεννήθηκαν με την άνθηση του Διαδικτύου και ορισμένες αποτελούν την ψηφιακή διάσταση ήδη γνώριμων παραδοσιακών εγκλημάτων. Η εξαντλητική απαρίθμηση δεν είναι εφικτή όχι μόνο λόγω της περιορισμένης έκτασης της παρούσας μελέτης αλλά και λόγω της διαρκούς εμφάνισης νέων προεκτάσεων, οι οποίες γεννούν νομοθετικές προκλήσεις και φέρνουν στο προσκήνιο την αναγκαιότητα σύμπλευσης των μεθοδολογικών εργαλείων περισσότερων επιστημών επί τη βάσει της αναζήτησης κοινωνικά βέλτιστων λύσεων. Στην κατεύθυνση αυτή, στόχος της προκείμενης έρευνας είναι η παρουσίαση καίριων προβληματικών μέσα από την προσέγγιση του ηλεκτρονικού εγκλήματος από κοινωνιολογική, οικονομική και νομική σκοπιά, αφενός με εστίαση της προσοχής στην αναγκαιότητα διεθνούς νομοθετικής εναρμόνισης και συνεργασίας, και αφετέρου, με παράλληλη εξέταση μοντέλων εναλλακτικής δράσης που σκοπούν στην ενίσχυση της προληπτικής λειτουργίας του Ποινικού Δικαίου.
Στο πρώτο (1ο) κεφάλαιο παρουσιάζεται το ηλεκτρονικό έγκλημα ως κοινωνικό φαινόμενο μέσα από την κατάδειξη των συνηθέστερων μορφών του και των λαμβανόμενων προεκτάσεων που συχνά δεν περιορίζονται στα στενά όρια ενός μόνο κράτους, αλλά εμφανίζουν διασυνοριακά χαρακτηριστικά. Παρατίθενται ακόμη, προβληματικές σε σχέση με τις δυσκολίες ακριβούς αποτίμησης της προκαλούμενης ζημίας και τον οικονομικό-κοινωνικό αντίκτυπο που βαίνει ολοένα αυξανόμενος. Τέλος, θίγονται δικονομικά ζητήματα που προκύπτουν από το διασυνοριακό χαρακτήρα του ηλεκτρονικού εγκλήματος και αφορούν στη δικαιοδοσία και την έκδοση, παρατιθέμενης προσθέτως της προβληματικής της έρευνας και κατάσχεσης των ψηφιακών μέσων.
Στο δεύτερο (2ο) κεφάλαιο παρατίθενται οι σημαντικότερες, κατά τη γνώμη της γράφουσας, προσπάθειες νομοθετικής αντιμετώπισης σε επίπεδο Ποινικού Δικαίου, εστιαζόμενες στο παράδειγμα της Αμερικής και των σχετικών ρυθμίσεων σε ομοσπονδιακό επίπεδο, τη Σύμβαση της Βουδαπέστης ως του κύριου διεθνούς κειμένου στο πλαίσιο επιδίωξης κοινής αντεγκληματικής πολιτικής με στόχο την προστασία της κοινωνίας από το ηλεκτρονικό έγκλημα, ιδίως μέσα από την υιοθέτηση της κατάλληλης νομοθεσίας και την ενίσχυση της ταχείας και καλά συντονισμένης διεθνούς συνεργασίας, και τέλος, αποτυπώνονται οι σχετικές προβλέψεις της ελληνικής έννομης τάξης.
Στο τρίτο (3ο) κεφάλαιο, επιδιώκεται η ανάδειξη της σημασίας των μεθοδολογικών εργαλείων της Οικονομικής Ανάλυσης του Δικαίου ως κλάδου που ερευνά τα κίνητρα στη συμπεριφορά των δραστών στη βάση της υπόθεσης του ορθολογικά δρώντος υποκειμένου που επιδιώκει τη μεγιστοποίηση της ωφέλειάς του. Στο πλαίσιο αυτό και υπό τη σκέψη ότι η διάπραξη του εγκλήματος συνιστά απόρροια της στάθμισης επιμέρους πιθανοτήτων, επιδιώκεται η κατάδειξη πρόσθετων παραμέτρων ικανών να συμβάλουν στη διαμόρφωση ενός νομοθετικού πλαισίου που δεν ερείδεται σε μια λειτουργία τιμωρητικού σκοπού, αλλά, που στοχεύει, πράγματι, στο κοινωνικά βέλτιστο αποτέλεσμα. Τέλος, και υπό τη σκέψη ότι η εύρεση αποτελεσματικών λύσεων είναι σκόπιμο να αναζητηθεί, παράλληλα με το νομοθετικό πλαίσιο, σε νέα μοντέλα που θα συνεπικουρούν το ρόλο του Ποινικού Δικαίου, παρατίθενται εναλλακτικοί τρόποι αντιμετώπισης από τη σκοπιά των ενδιάμεσων παρόχων υπηρεσιών, των υποψήφιων θυμάτων και των ίδιων των δραστών.
Στο τελευταίο κεφάλαιο, έχοντας υπόψη τις εκτεθείσες προβληματικές, η μελέτη καταλήγει στην παράθεση συμπερασμάτων με γνώμονα την παράλληλη δράση σε πλείονα επίπεδα με στόχο την καταπολέμηση των νέων φαινομένων, που απαιτεί, κατά την άποψη της γράφουσας, αποδέσμευση από τις παραδοσιακές μεθόδους δράσης και θέαση του προβλήματος με μια συνολική ματιά που θα περιλαμβάνει την προσαρμογή της νομοθεσίας στις αναδεικνυόμενες προκλήσεις σε μια εποχή που η τεχνολογία της πληροφορίας έχει διαποτίσει κάθε πτυχή της ανθρώπινης δραστηριότητας.