Η εξέλιξη του θεσμικού πλαισίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης για τη λειτουργία των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας
Προβολή/ Άνοιγμα
Λέξεις κλειδιά
Ανανεώσιμες πηγές ενέργειας ; Περιβαλλοντικές επιπτώσεις ; Ρυθμιστικό πλαίσιο ; Ευρωπαϊκή Ένωση ; ΝομοθεσίαΠερίληψη
Η κάλυψη των καθημερινών ενεργειακών αναγκών προέρχεται σχεδόν αποκλειστικά, από συμβατικές πηγές ενέργειας, δηλαδή το πετρέλαιο, τη βενζίνη και τον άνθρακα. Παρ' όλη τη σπουδαία συνεισφορά τους, ρυπαίνουν ανεπανόρθωτα το περιβάλλον και εξαντλούνται με γοργούς ρυθμούς. Αντιθέτως, οι Ανανεώσιμες Πηγές Ενέργειας (ΑΠΕ) αναπληρώνονται μέσω των φυσικών κύκλων και θεωρούνται πρακτικά ανεξάντλητες. Ο ήλιος, ο άνεμος, η γεωθερμία, οι οργανικές ύλες, όπως το ξύλο και ακόμη τα απορρίμματα οικιακής και γεωργικής προέλευσης, είναι πηγές ενέργειας, που η προσφορά τους δεν εξαντλείται ποτέ. Εξάλλου, η αξιοποίησή τους για την παραγωγή ενέργειας δεν επιβαρύνει το περιβάλλον. Αλλά και επιπλέον έχουν κατά κύριο λόγο, χαμηλό λειτουργικό κόστος, το οποίο επιπλέον δεν επηρεάζεται από τις διακυμάνσεις της διεθνούς οικονομίας και ειδικότερα των τιμών των συμβατικών καυσίμων.
Οι Ανανεώσιμες πηγές ενέργειας αποτελούν τη σύγχρονη απάντηση στα περιβαλλοντικά προβλήματα της γης και γι αυτό η χρήση τους επεκτείνεται όλο και περισσότερο. Με βάση τα ανωτέρω, τόσο τα Ευρωπαϊκά κράτη, όσο και ολόκληρη η παγκόσμια κοινότητα δημιουργούν νομοθετικά πλαίσια μέσα στα οποία θα προωθηθεί αλλά και θα επιβληθεί η χρήση των ΑΠΕ.
Στην Ευρώπη η πρώτη οργανωμένη προσπάθεια συντελέστηκε το 1996 με την έκδοση της Πράσινης Βίβλου για την «Ενέργεια και το μέλλον : Ανανεώσιμες Πηγές Ενέργειας». Εν συνεχεία, καθοριστικό ρόλο στην εξέλιξη των ήπιων μορφών ενέργειας επέφερε η έκδοση της Οδηγίας 2001/77/ΕΚ «για την προαγωγή της ηλεκτρικής ενέργειας που παράγεται από Ανανεώσιμες Πηγές στην εσωτερική αγορά ηλεκτρικής ενέργειας». Αργότερα, η Οδηγία 2003/30/ΕΚ σχετικά «με την προώθηση της χρήσης βιοκαυσίμων ή άλλων ανανεώσιμων καυσίμων για τις μεταφορές» έθεσε τα θεμέλια για την προώθηση των εναλλακτικών καυσίμων στην Ευρωπαϊκή Ένωση ενώ παράλληλα, μέσω του προγράμματος δράσης «Ευφυής ενέργεια – Ευρώπη» (2007 – 2013) η Ευρωπαϊκή Ένωση αποσκοπούσε στην καλύτερη διαχείριση της εξάρτησης της από εισαγωγές ενέργειας και της τήρησης των δεσμεύσεων του Πρωτοκόλλου του Κιότο για την καταπολέμηση της αλλαγής του κλίματος. Τέλος σύμφωνα με τη Οδηγία 28/2009 για τη χρήση ενέργειας από ΑΠΕ, τέθηκε νομικά δεσμευτικός στόχος 20% συμμετοχής των ΑΠΕ στην τελική κατανάλωση μέχρι το 2020, συμπεριλαμβανομένου ποσοστού 10% συμμετοχής των βιοκαυσίμων στον τομέα μεταφορών. Προβλέφθηκε για πρώτη φορά ολιστική αξιοποίηση των ΑΠΕ για όλες τις ενεργειακές χρήσεις (ηλεκτροπαραγωγή, ψύξη, θέρμανση και βιοκαύσιμα). Ενώ σχετικά πρόσφατα (το 2014), η Ευρωπαϊκή Επιτροπή προέβη σε ανακοίνωση «Πλαίσιο πολιτικής για το κλίμα και την ενέργεια κατά την περίοδο από το έτος 2020 έως το 2030», αλλά και με το πρόγραμμα «Ορίζοντας 2020», δεσμεύτηκε για τη μείωση των εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου κατά ποσοστό 40% έως το 2030.
Η Ελλάδα διαθέτει αξιόλογο δυναμικό ΑΠΕ, οι οποίες μπορούν να προσφέρουν μια πραγματική εναλλακτική λύση για την κάλυψη μέρους των ενεργειακών μας αναγκών, συνεισφέροντας στη μείωση της εξάρτησης από συμβατικά καύσιμα, στην ελάττωση του φαινόμενου του Θερμοκηπίου, στη δημιουργία νέων θέσεων εργασίας και στην ανάπτυξη των αποκεντρωμένων περιοχών.
Αρχικά από το Σύνταγμα πηγάζει η υποχρέωση αξιοποίησης των πηγών του εθνικού πλούτου, άρα εμμέσεως και των ΑΠΕ, ενώ ο Ν. 1475/1984 «Αξιοποίηση του γεωθερμικού δυναμικού» ήταν ο πρώτος νόμος στην Ελλάδα που ρύθμιζε ζητήματα ΑΠΕ και συγκεκριμένα το θέμα της γεωθερμίας. Αργότερα με το Ν. 2244/1994 πραγματοποιείται μια ουσιαστική απαρχή για την ανάπτυξη των ΑΠΕ, ρυθμίστηκαν διάφορα ζητήματα ηλεκτροπαραγωγής από ΑΠΕ και συμβατικά καύσιμα με διατήρηση υπέρ της ΔΕΗ μονοπωλιακού – αποκλειστικού δικαιώματος παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας στη Χώρα, ωστόσο ρυθμίσεις για τις ΑΠΕ συμπεριλήφθησαν και στο Ν. 2773/1999 περί απελευθέρωσης της αγοράς ηλεκτρικής ενέργειας. Εν συνεχεία με το Ν. 2941/2001 έγινε πρώτη προσπάθεια απλοποίησης των διαδικασιών αδειοδότησης των έργων ΑΠΕ, ενώ και ο Ν. 3175/2003 «Αξιοποίηση του γεωθερμικού δυναμικού, τηλεθέρμανση και άλλες διατάξεις», ενσωματώνοντας τις τροποποιήσεις της Οδηγίας 2003/54 ΕΚ, ρύθμισε ζητήματα σχετικά με τη γεωθερμία, σε μια προσάθεια εκσυχρονισμού του νομοθετικού πλαισίου των νόμων 1475/1984 και 2773/1999.
Σταθμό αποτέλεσε ο Ν. 3468/2006 «Συμπαραγωγή Ηλεκτρικής Ενέργειας & Θερμότητας (ΣΗΘ)» με τον οποίο ενσωματώθηκε στην ελληνική έννομη τάξη η Οδηγία 2001/77/ΕΚ με στόχο τη συμμετοχή των ΑΠΕ στη συνολική κατανάλωση ηλεκτρισμού της χώρας κατά 20,1% έως το 2010 και ποσοστό 29% έως το 2020 (αρθ. 27). Από εκεί και στο εξής παρατηρούμε μια συνεχή προσπάθεια για συγκεκριμενοποίηση του νομοθετικού πλαισίου των ΑΠΕ περί απελευθέρωσης της αγοράς ηλεκτρικής ενέργειας.
Στην παρούσα πτυχιακή εργασία, παρουσιάζονται οι μορφές και τα πλεονεκτήματα των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας καθώς και το υφιστάμενο νομικό πλαίσιο για την εκμετάλλευση των ΑΠΕ σε κοινοτικό και εθνικό επίπεδο. Επιπρόσθετα, αναλύεται η εξέλιξη του θεσμικού πλαισίου σχετικά με την περιβαλλοντική αδειοδότηση των έργων ΑΠΕ.
Τίτλος Προγράμματος Μεταπτυχιακών Σπουδών
Δίκαιο και ΟικονομίαΤμήμα
Σχολή Οικονομικών, Επιχειρηματικών και Διεθνών Σπουδών. Τμήμα Οργάνωσης και Διοίκησης ΕπιχειρήσεωνΣχολή Οικονομικών, Επιχειρηματικών και Διεθνών Σπουδών. Τμήμα Διεθνών και Ευρωπαϊκών Σπουδών
Σχολή Οικονομικών, Επιχειρηματικών και Διεθνών Σπουδών. Τμήμα Οικονομικής Επιστήμης