Τα κόστη του φορολογικού συστήματος για τις επιχειρήσεις στην Ελλάδα
The cost of corporate taxation in Greece
Προβολή/ Άνοιγμα
Λέξεις κλειδιά
Φορολογικό σύστημα ; Κόστος ; Επιχειρήσεις ; Ελλάδα ; Φορολογικοί συντελεστές ; Χρηματοοικονομική ανάλυσηΠερίληψη
Η παρούσα διδακτορική διατριβή μελετά τα κόστη του φορολογικού συστήματος για τις επιχειρήσεις που δραστηριοποιούνται στην Ελλάδα.
Στο πρώτο μέρος της διατριβής διερευνούμε τους προσδιοριστικούς παράγοντες των πραγματικών φορολογικών συντελεστών των επιχειρήσεων που δραστηριοποιούνται στη χώρα κατά την περίοδο 2000 έως 2014.
Οι πραγματικοί φορολογικοί συντελεστές των επιχειρήσεων αποτελούν δείκτες, οι οποίοι χρησιμοποιούνται ευρέως κατά τη μελέτη των φορολογικών συστημάτων και ενσωματώνουν την πληροφορία που εμπεριέχεται τόσο στον ονομαστικό φορολογικό συντελεστή, που ορίζεται από τη φορολογική νομοθεσία, όσο και στη φορολογική βάση επί της οποίας αυτός επιβάλλεται. Οι συντελεστές αυτοί συμβάλλουν στην ακριβέστερη απεικόνιση της πραγματικής φορολογικής επιβάρυνσης των επιχειρήσεων και επιμετρώνται, σε επίπεδο μικροοικονομικών μελετών παρελθόντων δεδομένων, ως το πηλίκο του φόρου εισοδήματος της επιχείρησης προς ένα μέγεθος εισοδήματος των χρηματοοικονομικών της καταστάσεων. Η διερεύνηση των πραγματικών φορολογικών συντελεστών και του τρόπου με τον οποίο προσδιορίζονται στη βάση των ιδιαίτερων χαρακτηριστικών των επιχειρήσεων αποτελεί μία σαφή ένδειξη της ουδετερότητας ή μη του φορολογικού συστήματος ή ενδεχομένως και του βαθμού κατά τον οποίο οι επιχειρήσεις εφαρμόζουν πρακτικές φοροαποφυγής.
Αναλύοντας τα δημοσιευθέντα στοιχεία των επιχειρήσεων που δραστηριοποιούνται στη χώρα κατά την περίοδο 2000 – 2014, διαπιστώνεται ότι ο φόρος εισοδήματος στην Ελλάδα δεν επιβάλλεται με τρόπο ουδέτερο, καθώς υφίστανται επιχειρήσεις που βάσει συγκεκριμένων χαρακτηριστικών τους, όπως είναι το μέγεθός τους, ο τρόπος διάρθρωσης του ενεργητικού τους, ή ο βαθμός της χρηματοοικονομικής τους μόχλευσης αντιμετωπίζουν υψηλότερους ή χαμηλότερους πραγματικούς φορολογικούς συντελεστές σε σύγκριση με τις υπόλοιπες επιχειρήσεις. Παράλληλα, εξετάζεται η επίπτωση στον πραγματικό φορολογικό συντελεστή της επιχείρησης του κλάδου στον οποίο αυτή δραστηριοποιείται, της τοποθεσίας της, της νομικής της μορφής και της εξαγωγικής ή μη δραστηριοποίησής της. Επιπροσθέτως, λαμβάνεται υπόψη η επίπτωση της περιόδου της χρηματοοικονομικής κρίσης στους πραγματικούς φορολογικούς συντελεστές, με τα αποτελέσματα να υποδεικνύουν ότι οι πραγματικοί φορολογικοί συντελεστές και η σχέση αυτών με τους προσδιοριστικούς τους παράγοντες επηρεάζονται σε σημαντικό βαθμό κατά την περίοδο μετά την έναρξη της χρηματοοικονομικής κρίσης.
Οι αρμόδιοι φορείς για τη λήψη των πολιτικών αποφάσεων μπορούν να αξιοποιήσουν τη μεθοδολογία που ακολουθήθηκε και τα ευρήματα αυτής είτε ο στόχος τους είναι η διασφάλιση των κρατικών εσόδων είτε η απομάκρυνση των στρεβλώσεων που υπονομεύουν την ουδετερότητα του φορολογικού συστήματος της χώρας και επηρεάζουν αρνητικά τη δημιουργία ενός περισσότερο φιλικού προς τις επενδύσεις επιχειρηματικού περιβάλλοντος. Παράλληλα, αντίστοιχης αξιοποίησης μπορεί να τύχει η παρούσα μελέτη και από τις ίδιες τις επιχειρήσεις, καθώς οι παράγοντες που επιδρούν στην πραγματική φορολογική τους επιβάρυνση, όπως είναι ο βαθμός της χρηματοοικονομικής τους μόχλευσης, ο τρόπος διάρθρωσης του ενεργητικού τους ή ο κλάδος ή η τοποθεσία στην οποία δραστηριοποιούνται, μπορούν να ληφθούν υπόψη κατά την υλοποίηση των επενδυτικών τους επιλογών.
Στο δεύτερο μέρος της διατριβής, διερευνούμε το κόστος που επωμίζονται οι επιχειρήσεις που δραστηριοποιούνται στην Ελλάδα προκειμένου να συμμορφωθούν με τη βασικότερη φορολογική τους υποχρέωση, την υποχρέωση υποβολής της δήλωσης φορολογίας εισοδήματος
Το κόστος αυτό αποτελεί ειδικότερα ένα κόστος για τις επιχειρήσεις, το οποίο υφίσταται λόγω της ύπαρξης της νομοθεσίας και το οποίο δεν θα επωμίζονταν εάν η νομοθεσία καταργούνταν ή δεν υπήρχε. Αποτελεί, κατά συνέπεια, ένα κόστος, ο περιορισμός του οποίου είναι προς όφελος τόσο της επιχείρησης όσο και της οικονομίας στο σύνολό της. Στο μέρος αυτό της διατριβής, επιχειρείται αφενός η ποσοτικοποίηση του κόστους αυτού και αφετέρου η διερεύνηση των παραγόντων που το διαφοροποιούν σε επίπεδο επιχείρησης. Επιχειρείται επιπροσθέτως η διερεύνηση της στάσης, των πεποιθήσεων και των απόψεων των επιχειρήσεων για τη διαδικασία της φορολογικής συμμόρφωσης αλλά και γενικότερα για το ελληνικό φορολογικό σύστημα.
Τα αποτελέσματα που προκύπτουν είναι αναμφίβολα ιδιαίτερου ενδιαφέροντος. Ειδικότερα, διαπιστώνεται ότι το κόστος που επωμίζονται οι ανώνυμες εταιρείες και οι εταιρείες περιορισμένης ευθύνης στην Ελλάδα, προκειμένου να διεκπεραιώσουν την υποχρέωση υποβολής της δήλωσης φορολογίας εισοδήματος, ανέρχεται ετησίως κατά μέσο όρο στο ποσό των 5.864,46 €. Το ποσό αυτό, εάν προβληθεί στο συνολικό πληθυσμό των υπό εξέταση επιχειρήσεων, ανέρχεται σε ένα συνολικό – για την οικονομία – κόστος της τάξης των 334.837.208,16 €, το οποίο, ως ποσοστό, μεταφράζεται στο 0,19% του Α.Ε.Π. της περιόδου ή στο 12,61% του εισπραχθέντος από το κράτος – κατά τη συγκεκριμένη περίοδο - φόρου εισοδήματος νομικών προσώπων. Όσον αφορά δε, τους προσδιοριστικούς παράγοντες του κόστους αυτού, διαπιστώνεται η στατιστικώς σημαντική συσχέτισή του με μία σειρά μεταβλητών που συνδέονται με ιδιαίτερα χαρακτηριστικά των επιχειρήσεων, όπως είναι το μέγεθος της επιχείρησης, η διάρκεια ζωής της, η νομική της μορφή, ο αριθμός των υπαλλήλων της, η δραστηριοποίησή της μέσω εξαγωγών, ο κλάδος της καθώς και η τοποθεσία στην οποία δραστηριοποιείται.
Η έρευνα που διενεργήθηκε για τους σκοπούς του δεύτερου μέρους της διατριβής μπορεί να αποτελέσει το εφαλτήριο, προκειμένου οι αρμόδιοι φορείς να αντιληφθούν τη σπουδαιότητα του ζητήματος των διοικητικών βαρών στο ελληνικό φορολογικό σύστημα. Σε μία περίοδο κατά την οποία αποτελεί αναντίρρητη ανάγκη η ελληνική οικονομία να αποκτήσει φιλικότερο προς τις επενδύσεις πρόσωπο, ο περιορισμός του γραφειοκρατικού κόστους που επωμίζονται οι επιχειρήσεις πρέπει να αποτελέσει προτεραιότητα στρατηγικής σημασίας για τους διαμορφωτές της φορολογικής πολιτικής. Επιπροσθέτως, η ανάλυση που πραγματοποιείται μπορεί να αξιοποιηθεί και από τις ίδιες τις επιχειρήσεις, οι οποίες μπορούν, στη βάση των συγκεντρωτικών αποτελεσμάτων της έρευνας, να αξιολογήσουν τον τρόπο με τον οποίο συμμορφώνονται με τη φορολογική νομοθεσία και να προχωρήσουν στις απαραίτητες προσαρμογές, όπου και εάν αυτό κρίνεται απαραίτητο.
Η διατριβή ολοκληρώνεται με την παράθεση γενικότερων συμπερασμάτων για το ελληνικό φορολογικό σύστημα και για τα κόστη που αυτό επιφέρει στις επιχειρήσεις που δραστηριοποιούνται στην Ελλάδα.