Η συμβολή του δικαίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης και της νομολογίας του δικαστηρίου ΕΚ/ΕΕ στην απελευθέρωση της αγοράς ηλεκτρικής ενέργειας στην ΕΕ
Προβολή/ Άνοιγμα
Λέξεις κλειδιά
Κοινοτικές Οδηγίες/Κανονισμοί ; Ευρωπαϊκό δίκαιο ; Δίκαιο της ενέργειας ; Νομολογία ; Δίκαιο ανταγωνισμού ; Ενεργειακή πολιτικήΠερίληψη
Η απορρύθμιση των κρατικών μονοπωλίων αποτελεί ένα από τα σημαντικότερα επιτεύγματα της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης. Ως απορρύθμιση ή απελευθέρωση νοείται η κατάργηση των μονοπωλίων δημόσιων επιχειρήσεων ή υπηρεσιών που ανήκουν στο Κράτος, ιδίως σε τομείς κοινής ωφέλειας, όπως οι τηλεπικοινωνίες, οι ταχυδρομικές υπηρεσίες, οι μεταφορές και η ενέργεια, και η δυνατότητα άλλων επιχειρήσεων, τόσο ιδιωτικών όσο και δημόσιων, να δραστηριοποιηθούν σε αυτούς τους τομείς. Ο στενός δεσμός των δικτύων υποδομής με την κρατική εξουσία είναι ένα φαινόμενο που ξεκινά πολλά χρόνια πριν και έχει την πηγή του σε πολλαπλές αιτίες, μεταξύ των οποίων η τότε ανικανότητα της ιδιωτικής βούλησης να ανταποκριθεί στη ζήτηση για υπηρεσίες κοινής ωφέλειας. Η μονοπωλιακή οργάνωση, όμως, της αγοράς δεν βρίσκεται σε συμφωνία με τον στόχο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, ο οποίος είναι η δημιουργία μιας εσωτερικής αγοράς που επιτρέπει την ελεύθερη κυκλοφορία αγαθών και παροχή υπηρεσιών. Τα πρώτα βήματα προς αυτή την κατεύθυνση συντελέστηκαν την δεκαετία του 1980 και κορυφώθηκαν την δεκαετία του 1990, όταν και εκδόθηκε μεγάλος αριθμός οδηγιών και κανονισμών σε τομείς κοινής ωφέλειας, οι οποίοι προέβλεπαν κατάργηση των αποκλειστικών δικαιωμάτων των κρατικών μονοπωλίων, διαχωρισμό ρυθμιστικών και επιχειρηματικών δραστηριοτήτων, ίδρυση ανεξάρτητων αρχών και εισήγαγαν την έννοια της καθολικής υπηρεσίας. Ειδικότερα στον τομέα της ενέργειας, πραγματοποιήθηκε μεγάλο άλμα, δεδομένου ότι από τη Συνθήκη ΕΚΑΧ το 1951 και τη Συνθήκη για την ατομική-πυρηνική ενέργεια το 1957, δεν είχαν καθοριστεί κοινοί κανόνες ούτε είχε μεταβιβαστεί συγκεκριμένη νομοθετική αρμοδιότητα για τον εν λόγω τομέα. Έως τις αρχές της δεκαετίας του 1990, οπότε και ξεκίνησε η διαδικασία απελευθέρωσης της αγοράς ενέργειας, παρατηρούνταν κατάτμηση των ενεργειακών αγορών των κρατών με περιορισμένες ανταλλαγές ενέργειας, ενώ το μονοπωλιακό και καθετοποιημένο μοντέλο των δημόσιων επιχειρήσεων ηλεκτρισμού κυριαρχούσε. Σιγά σιγά, όμως, τα περισσότερα κράτη αντιλήφθηκαν την ανάγκη απελευθέρωσης της αγοράς ενέργειας και προχώρησαν σε νομοθετικές αλλαγές. Η απελευθέρωση της ενεργειακής αγοράς προωθήθηκε σε μεγάλο βαθμό από τις αποφάσεις του Δικαστηρίου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων (ΔΕΚ) (νυν Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης), το οποίο με τη φιλελεύθερη εκείνη την εποχή νομολογία του συνέβαλε στην κατάργηση των μη αναγκαίων μονοπωλίων. Η παρούσα εργασία στοχεύει στο να καταδείξει τη συμβολή του δικαίου της ΕΕ και κυρίως της νομολογίας του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης (εφεξής ΔΕΕ) στην απελευθέρωση της ευρωπαϊκής αγοράς ηλεκτρικής ενέργειας, παρουσιάζοντας αφενός, τις αποφάσεις που οδήγησαν στο άνοιγμα της αγοράς και εκ των υστέρων αναγνωρίστηκαν ως σημαντικά βήματα προς αυτή την κατεύθυνση και αφετέρου, την διαμόρφωση της νομολογίας από την υιοθέτηση της πρώτης δέσμης πακέτου οδηγιών την περίοδο 1996-1998 έως και σήμερα. Στο Κεφάλαιο Α' γίνεται ανάλυση του νομοθετικού πλαισίου του Ευρωπαϊκού Δικαίου του Ανταγωνισμού με αναφορά στις διατάξεις της Συνθήκης της Λισαβόνας (ΣΛΕΕ). Από το Κεφάλαιο Β' ξεκινά η ανάλυση της νομολογίας. Συγκεκριμένα στο δεύτερο κεφάλαιο γίνεται αναφορά στο χρονικό διάστημα μέχρι την υιοθέτηση του πρώτου ενεργειακού πακέτου, στις συνθήκες που καλλιέργησαν το άνοιγμα της αγοράς καθώς και τις σημαντικότερες αποφάσεις. Στο Κεφάλαιο Γ' περιγράφονται οι βασικές αποφάσεις του ΔΕΕ για το διάστημα 1998-2007, δηλαδή από την υιοθέτηση του πρώτου ενεργειακού πακέτου έως το διάστημα προ της υιοθέτησης του τρίτου ενεργειακού πακέτου. Τέλος, στο Κεφάλαιο Δ' παρουσιάζεται το διάστημα από την υιοθέτηση του τρίτου ενεργειακού πακέτου έως σήμερα με έμφαση στις αποφάσεις που αποτυπώνουν την εξέλιξη της νομολογίας ως συνέπεια του ευρωπαϊκού δικαίου του ανταγωνισμού, όπως αυτό έχει σήμερα διαμορφωθεί.