dc.description.abstract | Από την αρχαιότητα μέχρι σήμερα η συναλλακτική – ανταλλακτική και εν γένει εμπορική
δραστηριότητα των λαών ακολουθούσε κανόνες, στην αρχή εθιμικούς και στη συνέχεια και
δικαιοπρακτικούς.
Τις σημαντικότερες ίσως αλλαγές στην Οικονομία επέφερε η Βιομηχανική Επανάσταση τον 19ο αι.,
καθώς υπήρξε μετάβαση από τη μικρή επιχείρηση στη συγκέντρωση του κεφαλαίου και στη
δημιουργία μεγάλων οικονομικών επιχειρήσεων. Όπως ήταν αναμενόμενο, η συγκέντρωση του
κεφαλαίου επηρέασε και τις συναλλαγές. Έτσι, από τη μία πλευρά έχουμε τον επιχειρηματία, ο
οποίος εμφανίζεται συνήθως ως ο οικονομικά ισχυρότερος συμβαλλόμενος και από την άλλη πλευρά
τον καταναλωτή, ο οποίος εμφανίζεται συνήθως ως ο οικονομικά ασθενέστερος συμβαλλόμενος.
Πέραν τούτου, η κατά το παρελθόν χρησιμοποιούμενη ατομική σύμβαση δεν ήταν πλέον σε θέση να
ανταποκριθεί στις ανάγκες των διαρκώς ογκούμενων μαζικών συναλλαγών και αντικαταστάθηκε από
την ομαδική σύμβαση. Στο πλαίσιο λοιπόν των μαζικών συναλλαγών, η χρήση ομοιόμορφων
προδιατυπωμένων μονομερώς από την επιχείρηση συμβατικών όρων «μαζικής χρήσης» έγινε ο πιο
συνηθισμένος τρόπος πραγματοποίησης των εμπορικών συναλλαγών.
Ο επιχειρηματίας λοιπόν, επιβάλλει τους δικούς του όρους στον καταναλωτή όσον αφορά στην
κατάρτιση μιας σύμβασης, με αποτέλεσμα ο τελευταίος εξαιτίας της ασθενέστερης οικονομικής και
διαπραγματευτικής του θέσης να μην είναι σε θέση να τους διαπραγματευτεί προς όφελος του.
Αντιθέτως, εάν επιθυμεί την κατάρτιση της συμβάσεως οφείλει να τους δεχτεί ως έχουν (“take it or
leave it”). Οι εν λόγω όροι όταν έχουν διατυπωθεί εκ των προτέρων, για απροσδιόριστο αριθμό
μελλοντικών συμβάσεων και δεν αποτελούν αντικείμενο ατομικής διαπραγμάτευσης μεταξύ των
μερών, έχουν «πολιτογραφηθεί» ως «γενικοί όροι συναλλαγών».
Σκοπός της παρούσας εργασίας είναι η παρουσίαση του ελληνικού νομοθετικού πλαισίου που διέπει
τους γενικούς όρους συναλλαγών. Επίσης, διερευνώνται οι όροι και οι προϋποθέσεις υπό τις οποίες
προστατεύεται το καταναλωτικό κοινό από καταχρηστικούς και κατά συνέπεια άκυρους γενικούς
όρους, ενώ παρατίθεται και σχετική νομολογία.
Στο πρώτο κεφάλαιο της διπλωματικής, πραγματοποιείται εκτενής ιστορική αναδρομή ανά τους
αιώνες, η οποία αφορά στην εμφάνιση πρώιμων γενικών όρων που φέρουν χαρακτηριστικά που
προσομοιάζουν στους σύγχρονους γενικούς όρους συναλλαγών.
Στο δεύτερο κεφάλαιο της παρούσας εργασίας πραγματοποιείται μία σύντομη εισαγωγή στο αστικό
δίκαιο, με ιδιαίτερη έμφαση στο ενοχικό δίκαιο και στο δίκαιο των συμβάσεων γενικότερα.
Στο τρίτο κεφάλαιο πραγματοποιείται μία σύντομη αναφορά στο Ν. 1961/1991, ο οποίος αποτέλεσε
τον πρώτο νόμο για την προστασία του έλληνα καταναλωτή. Στη συνέχεια, παρουσιάζεται η Οδηγία
93/13/ΕΟΚ στην οποία στηρίχθηκε το άρθρο 2 του Ν. 2251/1994 για την προστασία του καταναλωτή.
Ο προαναφερθείς νόμος αντικατέστησε τον Ν. 1961/1991 και ισχύει, κατόπιν αρκετών
τροποποιήσεων, μέχρι και σήμερα.
Στο τέταρτο κεφάλαιο παρουσιάζεται ο τρόπος με τον οποίο τα ελληνικά δικαστήρια ελέγχουν εάν
ένας γενικός όρος συναλλαγών είναι καταχρηστικός και κατά συνέπεια άκυρος. Συγκεκριμένα,
αναλύονται τα τρία στάδια του δικαστικού ελέγχου με βάση τον Ν. 2251/1994 για την προστασία του
καταναλωτή. Επιπλέον, γίνεται αναφορά και σε γενικές διατάξεις του Αστικού Κώδικα, τις οποίες το
Δικαστήριο εξετάζει κατά τον έλεγχο των ΓΟΣ, είτε όταν ο τελευταίος δεν δύναται να πραγματοποιηθεί
με βάση τον Ν. 2251/1994, είτε συμπληρωματικά.
Στο πέμπτο κεφάλαιο παρουσιάζεται και αναλύεται η «συλλογική αγωγή», μία καινοτομία του Ν.
2251/1994 όσον αφορά στην προστασία του καταναλωτή, καθώς και η δυνατότητα εξώδικης
ικανοποίησης των καταναλωτών, σύμφωνα με τον εν λόγω νόμο.
Τέλος, το έκτο κεφάλαιο της διπλωματικής αναφέρεται στους ΓΟΣ στις τραπεζικές συμβάσεις.
Επιπλέον, παρουσιάζεται το σκεπτικό αποφάσεων των ελληνικών δικαστηρίων που έκριναν ως
καταχρηστικό, όρο που περιείχαν δανειακές συμβάσεις που καταρτίστηκαν σε ξένο νόμισμα και
συγκεκριμένα σε ελβετικό φράγκο. | el |