Strategic dialogue and democratic continuity : the role of the NATO Parliamentary Assembly in Greek–American relations

Master Thesis
Συγγραφέας
Papafilippou, Eirini
Παπαφιλίππου, Ειρήνη
Ημερομηνία
2025-06Επιβλέπων
Tziampiris, AristotleΤζιαμπίρης, Αριστοτέλης
Προβολή/ Άνοιγμα
Λέξεις κλειδιά
Greek-American relations ; NATO Parliamentary Assembly ; Strategic dialogue ; Democratic continuity ; Parliamentary diplomacy ; Transatlantic relations ; Soft power ; Alliance cohesion ; Democratic resilience ; Eastern Mediterranean ; Small-state diplomacy ; Energy security ; Foreign policy continuityΠερίληψη
Η ιδέα της ενεργούς συμμετοχής των Κοινοβουλευτικών της Συμμαχίας σε συλλογικές διαβουλεύσεις για τα προβλήματα της διατλαντικής συνεργασίας, πρωτοεμφανίστηκε τη δεκαετία του 1950 και πήρε σάρκα και οστά με τη δημιουργία της Ετήσιας Διάσκεψης των Κοινοβουλευτικών του ΝΑΤΟ το 1955. Η ίδρυση της Συνέλευσης αντικατόπτριζε την επιθυμία των νομοθετών να δώσουν υπόσταση στην αρχή της Συνθήκης της Ουάσιγκτον του 1949. Το ΝΑΤΟ αποτέλεσε την πρακτική έκφραση των θεμελιωδών πολιτικών και διατλαντικών συμμαχιών των δημοκρατιών. Η Συνθήκη της Ουάσιγκτον υπογράφηκε στις 4 Απριλίου 1949 από δώδεκα χώρες: Βέλγιο, Καναδά, Δανία, Γαλλία, Ισλανδία, Ιταλία, Λουξεμβούργο, Κάτω Χώρες, Νορβηγία, Πορτογαλία, Ηνωμένο Βασίλειο και Ηνωμένες Πολιτείες.
Με βάση τη Συνθήκη της Ουάσιγκτον, οι υπογράφοντες υιοθέτησαν τη σύσταση πολιτικής του George F. Kennan για την ανάσχεση της Σοβιετικής Ένωσης, έπειτα από το αναίμακτο πραξικόπημα που έφερε τους κομμουνιστές στην εξουσία στην Τσεχοσλοβακία το 1948. Παρόλο που η Τσεχοσλοβακία δεν αποτελούσε επίσημα μέρος της Σοβιετικής Ένωσης, Αμερικανοί αξιωματούχοι ανησυχούσαν ότι οι Σοβιετικοί κομμουνιστές της χώρας αυτής θα επηρέαζαν καθοριστικά την εξωτερική της πολιτική. Εκείνη την περίοδο, οι Ηνωμένες Πολιτείες Αμερικής άρχιζαν να θεωρούν μια επανεξοπλισμένη Γερμανία, ως αποτελεσματική γραμμή άμυνας έναντι πιθανών σοβιετικών επιδρομών στη Δυτική Ευρώπη.
Η συνεργασία μεταξύ του Οργανισμού Βορειοατλαντικού Συμφώνου (ΝΑΤΟ) και της Κοινοβουλευτικής Συνέλευσης του ΝΑΤΟ (ΚΣ ΝΑΤΟ), ενισχύθηκε περαιτέρω τον Δεκέμβριο του 1969, όταν το Βορειοατλαντικό Συμβούλιο (NAC) εξουσιοδότησε τον Γενικό Γραμματέα του ΝΑΤΟ να εξετάσει τρόπους ενίσχυσης της μεταξύ τους συνεργασίας. Κατόπιν εκτεταμένων διαβουλεύσεων, εφαρμόστηκαν μέτρα που ενίσχυσαν τη λειτουργική διασύνδεση των δύο θεσμών, μεταξύ των οποίων και η επίσημη απάντηση του Γενικού Γραμματέα στις συστάσεις της Συνέλευσης που υιοθετούνταν στις συνόδους ολομέλειας.
Ανταποκρινόμενη στην πτώση του Τείχους του Βερολίνου το 1989, η ΚΣ ΝΑΤΟ διεύρυνε την αποστολή της για την ενίσχυση των σχέσεων με τους πολιτικούς ηγέτες της Κεντρικής και Ανατολικής Ευρώπης. Οι νέοι αυτοί δεσμοί διευκόλυναν σημαντικά τον διάλογο που ξεκίνησε το ίδιο το ΝΑΤΟ με τις κυβερνήσεις της περιοχής.
Η διατριβή μου διερευνά τον ρόλο της ΚΣ ΝΑΤΟ στη διαμόρφωση και ενίσχυση των ελληνοαμερικανικών σχέσεων στη μεταψυχροπολεμική εποχή. Ενώ οι διμερείς σχέσεις Ελλάδας–ΗΠΑ εξετάζονται συχνά μέσα από το πρίσμα των στρατιωτικών συμφωνιών και της εκτελεστικής διπλωματίας, η παρούσα μελέτη υποστηρίζει ότι η κοινοβουλευτική διπλωματία στο πλαίσιο της ΚΣ ΝΑΤΟ, διαδραματίζει ολοένα και πιο καθοριστικό ρόλο στην ενίσχυση της στρατηγικής σύγκλισης, στην προβολή δημοκρατικών αξιών και στη διαχείριση περιφερειακών εντάσεων.
Η μεθοδολογία βασίζεται σε ποιοτική ανάλυση πρωτογενών εγγράφων της ΚΣ ΝΑΤΟ, κοινοβουλευτικών πρακτικών και συνεντεύξεων. Η έρευνα καταγράφει την εξελισσόμενη συμμετοχή της Ελλάδας στους θεσμούς της Συνέλευσης και αναλύει πώς άτυποι μηχανισμοί, ο καθορισμός της θεματολογίας και η διάχυση κανόνων (νόρμες), διευκολύνουν τη διατλαντική συνεργασία. Η διατριβή εστιάζει σε κρίσιμους τομείς παρέμβασης της ΚΣ ΝΑΤΟ, όπως η ενεργειακή ασφάλεια, η διπλωματία κρίσεων στην Ανατολική Μεσόγειο και η προώθηση της δημοκρατικής ανθεκτικότητας.
Τα ευρήματα δείχνουν ότι η ΚΣ ΝΑΤΟ λειτούργησε ως μηχανισμός σταθερότητας σε περιόδους γεωπολιτικής ρευστότητας και πολιτικής μετάβασης, ιδιαίτερα κατά την περίοδο της διακυβέρνησης Τραμπ και των αυξημένων εντάσεων με την Τουρκία. Παρά τους θεσμικούς της περιορισμούς, η Συνέλευση έδωσε στην Ελλάδα τη δυνατότητα να αρθρώσει στρατηγικές ανησυχίες, να διαμορφώσει συναινέσεις με Αμερικανούς βουλευτές και να συμβάλει στη χάραξη της στρατηγικής του ΝΑΤΟ για τη νότια πτέρυγα της Συμμαχίας. Η κοινοβουλευτική διπλωματία ενίσχυσε τη φωνή της Ελλάδας ως συνεπούς και αξιόπιστου κανονιστικού εταίρου, ακόμη και υπό συνθήκες ασύμμετρης ισχύος.
Η διατριβή καταλήγει στο συμπέρασμα ότι, αν και η ΚΣ ΝΑΤΟ δεν υποκαθιστά την εκτελεστική διπλωματία, προσφέρει μια ουσιαστική πλατφόρμα για τη θεσμική συνέχεια, τη νομιμοποίηση και τη συνοχή της Συμμαχίας. Περιλαμβάνονται επίσης προτάσεις πολιτικής για την ενίσχυση της ελληνικής συμμετοχής, τη σύσφιξη του κοινοβουλευτικού διαλόγου Ελλάδας–ΗΠΑ και την αναβάθμιση του ρόλου της Συνέλευσης στον τομέα της δημοκρατικής εποπτείας. Σε ένα ταχέως μεταβαλλόμενο παγκόσμιο περιβάλλον, η ΚΣ ΝΑΤΟ δεν αποτελεί έναν περιφερειακό θεσμό, αλλά μια κρίσιμη συνιστώσα της διατλαντικής ανθεκτικότητας.


