Οι γενικές αρχές της Διεθνούς Σύμβασης για τα Δικαιώματα του Παιδιού στον ψηφιακό κόσμο : δικαιώματα & παραβιάσεις
Προβολή/ Άνοιγμα
Λέξεις κλειδιά
Διεθνής Σύμβαση για τα Δικαιώματα του Παιδιού ; Δικαίωμα στη μη διάκριση ; Βέλτιστο συμφέρον του παιδιού ; Δικαίωμα στην ζωή, την επιβίωση και την ανάπτυξη ; Δικαίωμα του παιδιού να ακουστεί ; Παραβίαση ; Ψηφιακός κόσμοςΠερίληψη
Οι σημερινοί μαθητές δεν είναι πλέον οι άνθρωποι που το εκπαιδευτικό μας σύστημα σχεδιάστηκε για να διδάξει. Ο Marc Prensky τους αποκάλεσε δικαίως ψηφιακούς γηγενείς «Digital Natives». Η εμπλοκή των ανήλικων παιδιών στον ψηφιακό κόσμο ανέδειξε την ανάγκη να προστατεύσουμε τα δικαιώματά τους στον ψηφιακό κόσμο. Η Διεθνής Σύμβαση για τα Δικαιώματα του Παιδιού απευθυνόταν αρχικά στην παιδική προστασία στον πραγματικό κόσμο και σίγουρα, το 1989, κανείς δεν θα μπορούσε να προβλέψει την ραγδαία εξέλιξη της τεχνολογίας και πώς αυτή η τεχνολογία μπορεί να παραβιάσει σε ορισμένες περιπτώσεις τα δικαιώματα του παιδιού.
Για την ολοκλήρωση της εργασίας δομήθηκαν πέντε κεφάλαια. Στο πρώτο κεφάλαιο αναφέρεται το δικαίωμα στη μη διάκριση (Άρθρο 2) υπό το πρίσμα του δικαιώματος στην εκπαίδευση. Στο κεφάλαιο αυτό γίνεται αναφορά στις διάφορες μορφές ψηφιακού αποκλεισμού που υφίστανται οι ανήλικοι ανάλογα με την χώρα καταγωγής τους, τα εισοδηματικά τους κριτήρια, το φύλο τους ή ακόμα και την κατάσταση της υγείας τους. Το ζήτημα των διακρίσεων και των ανισοτήτων αναδείχθηκε ακόμα περισσότερο την περίοδο της πανδημίας Covid-19. Το Γενικό Σχόλιο Νο 25 καλεί τα κράτη να μεριμνήσουν, ώστε να γεφυρωθούν τα ψηφιακά χάσματα. Στη συνέχεια του κεφαλαίου αναφέρεται το παράδειγμα της Ελλάδας σχετικά με την ψηφιακή εκπαίδευση.
Στο δεύτερο κεφάλαιο αναφέρεται το βέλτιστο συμφέρον του παιδιού (Άρθρο 3) ως το πρωταρχικό μέλημα σε όλες τις αποφάσεις που αφορούν τα παιδιά τόσο στη δημόσια όσο και στην ιδιωτική σφαίρα. Πρόκειται για μία περίπλοκη έννοια, το περιεχόμενο της οποίας θα πρέπει να καθορίζεται κατά περίπτωση και ανάλογα την ηλικία και το βαθμό ωριμότητας ενός παιδιού. Στη συνέχεια γίνεται αναφορά στο ζήτημα της ιδιωτικότητας των ανήλικων παιδιών στον ψηφιακό κόσμο και πιο συγκεκριμένα επιχειρείται ιστορική προσέγγιση της ιδιωτικότητας, αναφέρεται ο ομοσπονδιακός νόμος COPPA των ΗΠΑ καθώς και το ευρωπαϊκό πλαίσιο πριν και μετά τον Κανονισμό για την προστασία των προσωπικών δεδομένων (GDPR).
Στο τρίτο κεφάλαιο γίνεται αναφορά στο «εγγενές» δικαίωμα του παιδιού στην ζωή, την επιβίωση και την ανάπτυξη (Άρθρο 6) και στις νέες μορφές βίας του διαδικτύου, οι οποίες μπορούν να παραβιάσουν το εν λόγω δικαίωμα του. Στη συνέχεια αναλύεται η περίπτωση του κυβερνοεκφοβισμού, η ρητορική μίσους στο διαδίκτυο μεταξύ ανήλικων και τα προφίλ των ανηλίκων στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης. Επιπρόσθετα, αναφέρονται περιπτώσεις σεξουαλικής κακοποίησης στο διαδίκτυο, η οποία μπορεί να λάβει ακόμα και τη διάσταση της παιδικής πορνογραφίας. Στις περιπτώσεις σεξουαλικής κακοποίησης περιλαμβάνεται η ανταλλαγή μηνυμάτων και φωτογραφιών σεξουαλικού περιεχομένου «sexting», ο σεξουαλικός εκβιασμός «sextortion» και η διαδικτυακή αποπλάνηση «grooming». Επιπλέον αναφέρεται μία ακόμη μορφή κυβερνοεπίθεσης και συγκεκριμένα η αλίευση «phishing attack».
Στο τέταρτο κεφάλαιο γίνεται λόγος για ένα νέο θεμελιώδες δικαίωμα της ΔΣΔΠ, το δικαίωμα του παιδιού να ακουστεί (Άρθρο 12) και εξετάζεται πως επιτυγχάνεται η άσκηση αυτού του δικαιώματος στον ψηφιακό κόσμο. Το μοντέλο Lundy διευκρινίζει τους τέσσερις απαραίτητους παράγοντες για να διευκολυνθεί η συμμετοχή των ανήλικων στις διαδικασίες λήψης αποφάσεων. Ως χαρακτηριστικό παράδειγμα εφήβου που ενεργεί για να προωθηθεί η φωνή των νέων, αναφέρεται η περίπτωση της Greta Thunberg. Στο πέμπτο και τελευταίο κεφάλαιο της παρούσας εργασίας παρουσιάζεται συνοπτικά ο ρόλος και η δράση του Συνηγόρου του παιδιού στην Ελλάδα.