Μελέτη κλινικών / διαγνωστικών δεικτών και δημογραφικών χαρακτηριστικών που σχετίζονται με την επιβίωση ασθενών με καρκίνο του μαστού. Μελέτη δεδομένων της βάσης SEER
A study of the clinical / diagnosis markers and demographic characteristics related to survival in patients with breast cancer. SEER based study
Προβολή/ Άνοιγμα
Λέξεις κλειδιά
Ουάσινγκτον ; Καρκίνος του μαστού ; Πρόβλεψη χρόνου επιβίωσηςΠερίληψη
Ο καρκίνος του μαστού είναι ο συχνότερος καρκίνος του γυναικείου πληθυσμού στις ανεπτυγμένες χώρες του δυτικού κόσμου. Ξεκινά όταν η διαδικασία της ανάπτυξης των κυττάρων δεν επιτελείται φυσιολογικά με αποτέλεσμα νέα κύτταρα να σχηματίζονται ανεξέλεγκτα, ενώ ταυτόχρονα κύτταρα που έχουν υποστεί φθορά με το χρόνο δεν αποπίπτουν. Όταν συμβεί αυτό, τα κύτταρα μπορεί να συσσωρευτούν σχηματίζοντας έναν κακοήθη (καρκινικό) όγκο.
Κύριος στόχος της συγκεκριμένης διπλωματικής εργασίας είναι η μελέτη των κλινικών και διαγνωστικών δεικτών και των δημογραφικών χαρακτηριστικών που σχετίζονται με την επιβίωση των ατόμων που πάσχουν από καρκίνο του μαστού. Για την μελέτη αυτή χρησιμοποιήθηκε ένα δείγμα ατόμων από την Ουάσιγκτον, 5552 παρατηρήσεων που αντλήθηκε από μία βάση δεδομένων του λογισμικού SEER*Stat.
Οι βασικές στατιστικές μέθοδοι που χρησιμοποιήθηκαν για την παρούσα μελέτη είναι η πολλαπλή γραμμική παλινδρόμηση, η λογιστική παλινδρόμηση καθώς και το μοντέλο αναλογικού κινδύνου του Cox. Ενώ το μοντέλο πολλαπλής γραμμικής παλινδρόμησης δεν μπορεί να εφαρμοσθεί καθώς δεν πληρούνται οι απαραίτητες συνθήκες, αντίθετα από την προσαρμογή των μοντέλων της λογιστικής παλινδρόμησης και του μοντέλου του Cox συμπεράναμε πως οι βασικοί κλινικοί και διαγνωστικοί δείκτες και τα δημογραφικά χαρακτηριστικά που παίζουν ρόλο στην επιβίωση των ατόμων που πάσχουν από καρκίνο του μαστού είναι η ηλικία, ο βαθμός ομοιότητας των καρκινικών κυττάρων με υγιή κύτταρα, ο υποδοχέας προγεστερόνης, ο υποδοχέας οιστρογόνου, το μέγεθος και η θέση του όγκου, o αριθμόs των λεμφαδένων ενός ατόμου που έχουν καρκίνο, ο αριθμός των περιφερειακών όγκων που εξετάστηκαν καθώς και ο αριθμός των περιφερειακών όγκων που είναι κακοήθεις.