Πληροφοριακή ασυμμετρία και γενικοί όροι συναλλαγών
View/ Open
Abstract
Τι είμαστε όταν αποφασίζουμε; Γνωστικοί και λογικοί σε αλάθητο βαθμό ή παράλογα όντα που προσπαθούν να κατοχυρώσουν το σήμερα με ό,τι κόστος συνεπάγεται αυτό, πιστεύοντας ότι μια τέτοια θυσία αποτελεί ένα βήμα κατάκτησης μιας καλύτερης επιβίωσης στο μέλλον; Η αλήθεια βρίσκεται κάπου στη μέση.
Αποτελούμαστε από ατέλειες, τις οποίες εκδηλώνουμε στις κάθε είδους διαπροσωπικές μας σχέσεις, συνακόλουθα και στις έννομες. Είμαστε άλλωστε ελεύθεροι να το πράξουμε. Ωστόσο είναι γεγονός πως σε ό,τι αφορά την προστασία μας απέναντι σε τρίτα πρόσωπα με τα οποία έχουμε συμφέρον να συμβληθούμε, δεν είμαστε και τόσο προσεκτικοί διότι επικεντρωνόμαστε στο αποτέλεσμα της σύμβασης που συνεπάγεται για εμάς κάποιο όφελος. Δεν είναι όμως λίγες οι φορές που ο αντισυμβαλλόμενος μπορεί να γνωρίζει περισσότερα, είτε γιατί είναι η ιδιότητά του και η δραστηριότητά του τέτοια, είτε διότι απέκτησε πρόσβαση σε πληροφορίες που τον ωφελούν εις βάρος μας και για τον λόγο αυτόν δεν θα προβεί στην αποκάλυψή τους.
Η παραπάνω ασυμμετρία που δημιουργείται μεταξύ των δύο μερών μιας σύμβασης θα έλεγε κανείς ότι οφείλεται στο γεγονός ότι ο μέσος συναλλασσόμενος αμέλησε και δεν φρόντισε να συλλέξει και αυτός πληροφορίες για τη σύμβαση. Τούτο όμως είναι δίκαιο και εύλογο; Θα μπορούσε ο κάθε απλός και μέσος συναλλασσόμενος (καταναλωτής) να συλλέξει αγόγγυστα και ανέξοδα πληροφορίες και μάλιστα για κάθε σύμβαση, αφού σχεδόν στο σύνολό τους οι συναφθείσες υπ’ αυτού συμβάσεις σκοπούν σε κάποιο όφελος, γι’ αυτό εξάλλου και τις συνάπτει; Στο πλαίσιο λοιπόν της κατοχυρωμένης νομοθετικά ελευθερίας του, ο στην πράξη ακρωτηριασμός αυτής δεν συνιστά καταστρατήγησή της;
Αναμφίβολα λοιπόν και κοινώς παραδεκτά υφίστανται κωλύματα. Ταυτόχρονα και ο ίδιος ο καταναλωτής συμπεριφέρεται σα να μην επιθυμεί την προστασία του∙ υπερεκτιμά τους συμβατικούς κινδύνους που βρίσκονται έμπροσθέν του και προσβλέπει μόνο στο «λάφυρο» της σύμβασης παραβλέποντας το μέλλον. Εκδηλώνει τις ατέλειες της φύσης του μέσω συμπεριφορικών ανωμαλιών – στρεβλώσεων, που αποκαλύπτουν ωστόσο έναν τρόπο σκέψης βασιζόμενο σε μια παράλογη λογική. Η ελευθερία που έχει κατοχυρωμένη μετατρέπεται έτσι σ’ ένα δικαίωμα φάντασμα, αφού εν ολίγοις οι συνέπειες της υπεραισιοδοξίας του δείχνουν αυτόν μοναδικό «ένοχο» για την μη επιτυχή έκβαση της σύμβασης, την οποία όμως καλείται να ανορθώσει, ακόμη και στην περίπτωση που ο αντισυμβαλλόμενός του δανειστής (προμηθευτής) κινήθηκε εις βάρος του καταπλεονεκτικά, εκμεταλλευόμενος την καλύτερη και πληρέστερη πληροφόρηση που είχε. Θα ταίριαζε όμως στην κοινωνία του σήμερα που βάση της αποτελεί η ιδέα ενός κράτους δικαίου να αφεθεί το ένα μέρος ελεύθερο να πράττει αυτήν την κατάφωρη αδικία εις βάρος του άλλου; Θα ήταν αυτό πράγματι το αληθές νόημα της ελευθερίας;
Φυσικά, ελευθερία που εκμεταλλεύεται την απειρία εκείνου προς τον οποίον εκδηλώνεται δεν συνιστά ελευθερία, αλλά ασυδοσία. Όμως ποιος χρειάζεται ή μάλλον καλύτερα, ποιος θέλει ένα νομοθετικό κηδεμόνα που να του υποδεικνύει το κάθε λάθος του και να του τονίζει ότι γνωρίζει αυτός καλύτερα από τον ίδιο το καλό του; Η απάντηση είναι απλή∙ ο μελλοντικός του εαυτός. Η ήπια – πάντα – επέμβαση της νομοθεσίας κρίνεται έτσι αναγκαία και απαραίτητη, καθώς επιτελεί έργο «θείας πρόνοιας» με την θέσπιση ορίων στις συμβάσεις και στους όρους αυτών, με σκοπό ουχί τον πατροναρισμό του καταναλωτή, δεδομένου ότι ο τελευταίος διατηρεί το δικαίωμα ελευθερίας να διαμορφώνει με οιοδήποτε περιεχόμενο τις συμβατικές του σχέσεις, αλλά την προστασία του με την θέσπιση των ορίων αυτών από τις δυσμενείς συνέπειες που θα επέλθουν στο μέλλον από τις τωρινές του («κακές») επιλογές.
Το κενό λοιπόν αυτό έρχεται να καλύψει θεμιτά η νομοθεσία, έτσι ώστε να προλαμβάνει τέτοια φαινόμενα καταστρατήγησης του συνταγματικώς κατοχυρωμένου δικαιώματος της ελευθερίας, διότι εξαιτίας της συνεχούς μονομερούς επιβολής του ενός και ίδιου πάντα μέρους εις βάρος των συμφερόντων του άλλου, καταστέλλεται η οικονομική κινητικότητα, με αποτέλεσμα να οδηγούμαστε σε κοινωνικά άδικες και απρόσφορες λύσεις και ως εκ τούτου σε βάθος χρόνου η κοινωνία να γνωρίζει σε κάθε βασική έκφανσή της μια φθίνουσα πορεία.
Η προσφάτως αναδειχθείσα επιστήμη της συμπεριφορικής οικονομικής ανάλυσης του δικαίου δύναται να προσφέρει τα απαραίτητα εργαλεία, ώστε αυτή η νομοθετική επέμβαση να είναι αποτελεσματική καθώς λαμβάνοντας υπόψη την πραγματική θέση του καταναλωτή όταν αποφασίζει, επιτυγχάνει να εξισορροπήσει τα συμφέροντα και των δύο πλευρών θεσπίζοντας διατάξεις που επενεργούν και οριοθετούν αυτά, τόσο προληπτικά, όσο και μελλοντικά - σε περίπτωση διαφωνίας των μερών ως προς την κατανομή του δικαίου ανάμεσα τους. Τα εργαλεία μπορεί να τα προσφέρει ικανοποιητικά διότι η εν λόγω επιστήμη πραγματεύεται τη συμπεριφορά του καταναλωτή (εδώ), μελετώντας τα αίτια που επιδρούν στον μηχανισμό λήψεως αποφάσεως από την σκοπιά της ψυχολογίας, του δικαίου και των οικονομικών, καθιστώντας έτσι τη νομοθεσία αποτελεσματικότερα ανθρωποκεντρική στην πρακτική εφαρμογή της.