Οι κάθετες συμπράξεις στο δίκαιο και την πολιτική του ανταγωνισμού
Προβολή/ Άνοιγμα
Θεματική επικεφαλίδα
Αυτοκίνητα -- Βιομηχανία και εμπόριο ; Ανταγωνισμός επιχειρήσεων ; Αντιμονοπωλιακό δίκαιο -- Ευρωπαϊκή Ένωση, χώρες της ; Επιχειρήσεις -- Δίκαιο και νομοθεσία -- Ευρωπαϊκή Ένωση, χώρες της ; Automobile industry and trade ; Competition ; Antitrust law -- European Union countries ; Business enterprises -- Law and legislation -- European Union countriesΠερίληψη
Η παρούσα μελέτη πραγματεύεται το ζήτημα των κάθετων συμπράξεων των επιχειρήσεων υπό το πρίσμα του ισχύοντος νομικού πλαισίου και δικαίου γενικότερα, λαμβάνοντας επίσης υπόψη το ευρύτερο περιβάλλον της πολιτικής του ανταγωνισμού. Αρχικά, κρίνεται σκόπιμη η προσέγγιση της έννοιας αφενός του αθέμιτου και αφετέρου του ελεύθερου ανταγωνισμού, προκειμένου να αποσαφηνιστεί η βάση επί της οποίας δομείται το ειδικότερο ζήτημα των κάθετων συμπράξεων καθώς επίσης και των αντίστοιχων εναρμονισμένων πρακτικών. Παρατίθενται επίσης, στοιχεία που άπτονται της γενικότερης οικονομικής και πολιτικής αντιμετώπισης του θέματος του ανταγωνισμού ενώ παράλληλα ο ρόλος των κοινοτικών νομοθετικών παρεμβάσεων και της νομολογίας, συνιστά παράγοντα καθοριστικής σημασίας για την μελέτη του συγκεκριμένου θέματος. Πρέπει να αναφερθεί ότι το δίκαιο του ανταγωνισμού σχετίζεται άμεσα με την ολοκλήρωση της εσωτερικής αγοράς στην οποία και κατατείνει. Φυσικά, η διαφύλαξη της δραστηριότητας των επιχειρήσεων μέσω της εξασφάλισης του υγιούς ανταγωνισμού μεταξύ αυτών καθώς επίσης και η προστασία των συμφερόντων των καταναλωτών, συνιστούν βασικές παραμέτρους του όλου ζητήματος. Ειδικότερα δε ως προς τους κοινοτικούς κανόνες ανταγωνισμού, θα λέγαμε ότι είναι θεμελιώδους σημασίας για την υλοποίηση της εσωτερικής αγοράς, στοχεύοντας κατά βάση στην προώθηση της οικονομικής αποτελεσματικότητας μέσω της δημιουργίας ευνοϊκού κλίματος αναφορικά με την καινοτομία και την τεχνολογική πρόοδο σε όφελος του καταναλωτή. Οι ως άνω κοινοτικοί κανόνες αφορούν δράσεις και συμπεριφορές που περιορίζουν τον ανταγωνισμό στην Ευρωπαϊκή Ένωση και επηρεάζουν το ενδοκοινοτικό εμπόριο. Η εφαρμογή δε των συγκεκριμένων κανόνων λαμβάνει χώρα σε συμφωνίες ή συμπεριφορές, τα εμπλεκόμενα μέρη των οποίων είναι εγκατεστημένα τόσο εντός όσο και εκτός Ευρωπαϊκής Ένωσης, στο μέτρο που οι εκάστοτε αυτές συμφωνίες ή συμπεριφορές περιορίζουν τον ανταγωνισμό εντός της κοινότητας και επηρεάζουν το ενδοκοινοτικό εμπόριο. Επιπροσθέτως, η σημασία των ζητημάτων του ανταγωνισμού τόσο σε εθνικό όσο και σε ευρωπαϊκό επίπεδο, ώθησε στην διεύρυνση των εξουσιών της Ευρωπαϊκής Επιτροπής αναφορικά με την επιτήρηση της εφαρμογής των αντίστοιχων κανόνων περί ανταγωνισμού. Στη συνέχεια, ακολούθησε η προσαρμογή της νομοθεσίας των κρατών μελών με την παροχή σχετικής αρμοδιότητας στις εκάστοτε αρμόδιες εθνικές αρχές, οι οποίες σε συνδυασμό με τις αντίστοιχες ευρωπαϊκές, είναι εξουσιοδοτημένες για την αυστηρή τήρηση των κανόνων του ανταγωνισμού. Αναφορικά με το ειδικότερο ζήτημα των κάθετων συμφωνιών και ειδικότερα στον χώρο της αυτοκινητοβιομηχανίας, που συνιστά την υπόθεση εργασίας της παρούσας μελέτης, κρίνεται σκόπιμη η εξέταση της εφαρμογής των Κανονισμών 330/2010 και 461/2010 περί κάθετων συμφωνιών γενικά και κάθετων συμφωνιών στον χώρο της αυτοκινητοβιομηχανίας ειδικότερα, καθώς επίσης και η μελέτη της μεταξύ τους αλληλεπίδρασης, πόσο μάλλον λαμβανομένης υπόψη της έκδοσης από την Επιτροπή σχετικής Ανακοίνωσης-Συμπληρωματικών κατευθυντηρίων γραμμών για τους κάθετους περιορισμούς αναφορικά με συμφωνίες πώλησης και επισκευής αυτοκίνητων οχημάτων και διανομή αντίστοιχων ανταλλακτικών. Χαρακτηριστικά αναφέρουμε ότι με τον προϊσχύοντα Κανονισμό 1400/2002 της Ευρωπαϊκής Επιτροπής σχετικά με τον τομέα της αυτοκινητοβιομηχανίας, ενισχύθηκε ο ρόλος των ανεξάρτητων επισκευαστικών επιχειρήσεων και των προμηθευτών ανταλλακτικών, όπως αναλυτικά θα παρατεθεί στην συνέχεια της παρούσας. Παράλληλα, οι ρυθμίσεις του εν λόγω Κανονισμού τύγχαναν εφαρμογής και στα γενικότερα πλαίσια των συμβάσεων διανομής και μάλιστα μέσω αυτού θεσμοθετήθηκε σε εθνικό επίπεδο το δίκαιο των εξουσιοδοτημένων διανομέων και επισκευαστών, αποκρυσταλλώνοντας τα δικαιώματα των ανωτέρω, σύμφωνα με τα εκάστοτε δεδομένα, τα οποία ωστόσο μεταβάλλονται με γοργούς ρυθμούς λόγω των ευμετάβλητων συνθηκών που επικρατούν στην αγορά. Η επίδραση δε του τελευταίου αυτού παράγοντα αυξάνεται ακόμη περισσότερο, λαμβανομένου υπόψη του γεγονότος ότι οι δρώντες λειτουργούν στα πλαίσια της χαρακτηριζόμενης ως εσωτερικής αγοράς, μεταξύ διαφορετικών κρατών μελών, με διαφορετικό υπόβαθρο και εγχώριες δομές. Επιπροσθέτως στο ως άνω πλαίσιο, θα λέγαμε ότι η νομολογία συνεισφέρει στην παγίωση των κανόνων περί ανταγωνισμού, την αποσαφήνιση όρων και διατάξεων καθώς επίσης και στην ερμηνεία όρων συμβάσεων, όπως για παράδειγμα στις περιπτώσεις για τις ρήτρες που περιέχονται στις σχετικές συμβάσεις εξουσιοδοτημένου διανομέα και επισκευαστή, δεδομένου ότι τίθενται πλείστα θέματα καταχρηστικότητας και ακυρότητας ολόκληρων συμβατικών κειμένων ή ειδικότερων όρων αυτών. Από την άλλη μεριά ωστόσο για την συγκεκριμένη περίπτωση, καθίσταται σαφές το γεγονός ότι η εύρυθμη λειτουργία των σχέσεων αντιπροσώπου- προμηθευτή και διανομέα-επισκευαστή, συμβάλλουν τα μέγιστα στην ανάπτυξη όλου του δικτύου και την αποδοτικότητα του συγκεκριμένου τομέα της αγοράς. Τέλος, δεδομένων των ανωτέρω, καθίσταται σαφής η ιδιαιτερότητα του ζητήματος μελέτης των κάθετων συμφωνιών, τόσο λόγω των χαρακτηριστικών τους, όσο και λόγω των αποτελεσμάτων που δύνανται να επιφέρουν στην αγορά. Τα στοιχεία αυτά, σε συνδυασμό με την αναγκαιότητα ατομικής κατά βάση προσέγγισης και εξέτασης της εκάστοτε συμφωνίας, αποκλειομένων κατά κύριο λόγο των per se οριοθετήσεων, συνιστούν τους βασικούς άξονες στους οποίους δομείται η παρούσα μελέτη.