Delimitation of maritime zones between Greece and Turkey

Master Thesis
Συγγραφέας
Binias, Eleftherios
Μπίνιας, Ελευθέριος
Ημερομηνία
2025Επιβλέπων
Liakouras, PetrosΛίακουρας, Πέτρος
Προβολή/ Άνοιγμα
Λέξεις κλειδιά
ΑΟΖ ; Δίκαιο της θάλασσας ; UNCLOS ; Delimitation ; Maritime zones ; ITLOS ; Article 15 of UNCLOS ; Article 74 of UNCLOS ; Article 83 of UNCLOSΠερίληψη
Η διπλωματική μου εργασία πραγματεύεται το σύνθετο και κρίσιμο ζήτημα της οριοθέτησης των θαλάσσιων ζωνών μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας, υπό το πρίσμα του διεθνούς δικαίου, το δίκαιο της θάλασσας, διεθνούς νομολογίας και της γεωπολιτικής.
Η οριοθέτηση των θαλάσσιων ζωνών είναι ζωτικής σημασίας καθώς επηρεάζει την πολιτική σταθερότητα, την οικονομική ανάπτυξη και την εκμετάλλευση των φυσικών πόρων των παράκτιων κρατών. Η σαφής οριοθέτηση μειώνει τις πιθανότητες συγκρούσεων, ενισχύει τις διμερείς και πολυμερείς σχέσεις, και παρέχει νομική βεβαιότητα για την πραγματοποίηση οικονομικών δραστηριοτήτων όπως η αλιεία, η εκμετάλλευση υδρογονανθράκων και οι θαλάσσιες μεταφορές.
Ξεκινώντας από το ιστορικό πλαίσιο, θα ήθελα να τονίσω ότι οι διμερείς διαφορές προέρχονται κυρίως από τη Συνθήκη της Λωζάνης (1923), η οποία θέτει τις αρχικές βάσεις για τις σημερινές διεκδικήσεις. Ωστόσο, η σημαντικότερη περίοδος εντάσεων ξεκινά από τη δεκαετία του 1970, λόγω της ανακάλυψης πιθανών κοιτασμάτων υδρογονανθράκων στο Αιγαίο. Το 1973 η Τουρκία παραχώρησε μονομερώς άδειες έρευνας, προκαλώντας άμεση αντίδραση από την Ελλάδα και οδηγώντας σε διπλωματική κρίση.
Η κρίση του 1974 στην Κύπρο αποτέλεσε σημείο καμπής, με την Τουρκία να εισβάλει και να καταλαμβάνει το βόρειο τμήμα του νησιού. Η ενέργεια αυτή προκάλεσε έντονες γεωπολιτικές επιπτώσεις και περαιτέρω επιδείνωση των διμερών σχέσεων Ελλάδας-Τουρκίας.
Το 1976, νέα κρίση ξέσπασε όταν η Τουρκία διεξήγαγε έρευνες στο Αιγαίο, προκαλώντας την προσφυγή της Ελλάδας στο Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης για προσωρινά μέτρα. Το Δικαστήριο απεφάνθη ότι, χωρίς οριοθέτηση, δεν ήταν δυνατό να αποδειχθεί άμεση ζημία.
Η κρίση του Αιγαίου το 1987 σηματοδότησε άλλη μια στιγμή κορύφωσης των εντάσεων, καθώς η Τουρκία επιχείρησε νέες έρευνες σε περιοχές αμφισβητούμενης υφαλοκρηπίδας, φέρνοντας τις δύο χώρες στα πρόθυρα στρατιωτικής εμπλοκής.
Το 1996, η κρίση των Ιμίων επανέφερε τον κίνδυνο στρατιωτικής σύγκρουσης, τονίζοντας ξανά τη σημασία οριοθέτησης των θαλάσσιων ζωνών με βάση το διεθνές δίκαιο.
Η πρόσφατη κρίση του 2020, που προκλήθηκε από τις έρευνες του τουρκικού ερευνητικού σκάφους Oruc Reis στην ελληνική υφαλοκρηπίδα, επανέφερε δυναμικά το ζήτημα στο προσκήνιο, αναδεικνύοντας την επιτακτικότητα της οριστικής επίλυσής του προβλήματος .
Πρόσφατα γεγονότα, όπως οι αντικρουόμενοι χάρτες που υποβλήθηκαν στον ΟΗΕ από Ελλάδα και Τουρκία το 2025, αποδεικνύουν ότι η διαμάχη είναι ενεργή και απαιτεί επείγουσα νομική και ειρηνική επίλυση.
Η τρέχουσα κατάσταση στην Ανατολική Μεσόγειο χαρακτηρίζεται από υψηλή ένταση, που ενισχύεται από την πολιτική και στρατιωτική δραστηριότητα των δύο χωρών. Η αβεβαιότητα που δημιουργείται από την απουσία συμφωνίας για την οριοθέτηση αποτελεί σημαντικό εμπόδιο για την οικονομική ανάπτυξη της περιοχής και αυξάνει τον κίνδυνο των συγκρούσεων. Μια σταθερή και σαφής οριοθέτηση μέσω του Διεθνούς Δικαστηρίου της Χάγης θα συνέβαλε καθοριστικά στην άμβλυνση αυτών των προκλήσεων.
Η Ανατολική Μεσόγειος βρίσκεται στο επίκεντρο του διεθνούς ενδιαφέροντος λόγω των ενεργειακών κοιτασμάτων που έχουν ανακαλυφθεί πρόσφατα. Οι ανακαλύψεις αυτές, πέρα από την οικονομική τους αξία, έχουν αλλάξει τη γεωπολιτική δυναμική της περιοχής και έχουν οδηγήσει σε εντονότερες διεκδικήσεις θαλάσσιων ζωνών από κράτη όπως η Τουρκία και η Ελλάδα. Ως εκ τούτου, η σαφής νομική οριοθέτηση αποτελεί προϋπόθεση για την ειρηνική εκμετάλλευση αυτών των πόρων.
Σύμφωνα με τη Σύμβαση των Ηνωμένων Εθνών για το Δίκαιο της Θάλασσας (UNCLOS, 1982), η αιγιαλίτιδα ζώνη εκτείνεται έως 12 ναυτικά μίλια και αποτελεί περιοχή πλήρους κυριαρχίας. Σε αυτή την περιοχή το κράτος έχει απόλυτη εξουσία σε όλα τα επίπεδα (θαλάσσια, εναέρια, υποθαλάσσια). Αντίθετα, η Αποκλειστική Οικονομική Ζώνη (ΑΟΖ) και η υφαλοκρηπίδα αφορούν μόνο συγκεκριμένα κυριαρχικά δικαιώματα για την εκμετάλλευση των φυσικών πόρων χωρίς πλήρη κυριαρχία. Στην ΑΟΖ και υφαλοκρηπίδα το κράτος δεν μπορεί να απαγορεύσει ελεύθερη ναυσιπλοΐα ή άλλες δραστηριότητες που δεν αφορούν τους φυσικούς πόρους.
Η υφαλοκρηπίδα και η Αποκλειστική Οικονομική Ζώνη, αν και συχνά συγχέονται, παρουσιάζουν διακριτές νομικές και πρακτικές διαστάσεις. Η υφαλοκρηπίδα υπάρχει ipso facto και ab initio, χωρίς δηλαδή να απαιτείται κήρυξή της. Αντιθέτως, η ΑΟΖ πρέπει να ανακηρυχθεί με ρητή πράξη του κράτους. Επιπλέον, ενώ η υφαλοκρηπίδα περιορίζεται στην εκμετάλλευση του βυθού και του υπεδάφους, η ΑΟΖ περιλαμβάνει επιπλέον δικαιώματα στη στήλη του νερού για αλιεία, ενεργειακούς πόρους και έρευνα. Η κατανόηση της διαφοράς αυτής έχει σημασία διότι επηρεάζει τις διεκδικήσεις και τις στρατηγικές επιλογές που ακολουθούν τα εμπλεκόμενα κράτη, ειδικά στην Ανατολική Μεσόγειο, όπου υπάρχουν επικάλυψη συμφερόντων.
Η Σύμβαση των Ηνωμένων Εθνών για το Δίκαιο της Θάλασσας (UNCLOS 1982) αποτελεί το κύριο νομικό πλαίσιο για την οριοθέτηση των θαλάσσιων ζωνών. Τα άρθρα 74 και 83 υπογραμμίζουν τη σημασία της διαπραγμάτευσης καλή τη πίστει και την αποφυγή μονομερών ενεργειών που θα μπορούσαν να επιδεινώσουν την υπάρχουσα κατάσταση. Ειδικά, τα άρθρα αυτά απαιτούν οι διαπραγματεύσεις να στοχεύουν σε ένα δίκαιο και ισότιμο αποτέλεσμα.
Σύμφωνα με το άρθρο 15 της UNCLOS, η μέση γραμμή είναι η βασική μέθοδος οριοθέτησης αιγιαλίτιδας ζώνης. Ωστόσο, υπάρχουν «ειδικές περιστάσεις» που μπορούν να οδηγήσουν στην προσαρμογή αυτής της γραμμής, όπως η παρουσία νησιών ή άνισες ακτογραμμές. Ειδικά στην περίπτωση του Αιγαίου, όπου υπάρχουν πολλά νησιά, η σημασία της μέσης γραμμής και των ειδικών περιστάσεων αποκτά ιδιαίτερη σημασία.
Η UNCLOS στο άρθρο 121 ορίζει σαφώς τα δικαιώματα των νησιών. Τα νησιά με ικανότητα διατήρησης ανθρώπινης διαβίωσης και οικονομικής δραστηριότητας έχουν πλήρη δικαιώματα σε αιγιαλίτιδα ζώνη, υφαλοκρηπίδα και ΑΟΖ. Αντιθέτως, βράχοι και ακατοίκητα νησιά δεν έχουν αυτόματα πλήρη δικαιώματα. Αυτό το άρθρο είναι κρίσιμο για τις διεκδικήσεις της Ελλάδας και της Τουρκίας.
Στην οριοθέτηση των θαλάσσιων ζωνών λαμβάνονται υπόψη συγκεκριμένα κριτήρια όπως η γεωγραφική διαμόρφωση των ακτών, το μήκος των ακτογραμμών, η παρουσία νησιών και η επίδρασή τους στην οριοθέτηση, καθώς και η αρχή της αναλογικότητας. Η εφαρμογή αυτών των κριτηρίων είναι απαραίτητη για τη διασφάλιση ενός δίκαιου και αμοιβαία αποδεκτού αποτελέσματος.
Η διαφορά μεταξύ κυριαρχίας και κυριαρχικών δικαιωμάτων είναι κρίσιμη για την κατανόηση της διαφοράς Ελλάδας-Τουρκίας. Η κυριαρχία αναφέρεται στην πλήρη και αποκλειστική δικαιοδοσία στα χωρικά ύδατα (έως 12 ναυτικά μίλια), ενώ τα κυριαρχικά δικαιώματα αφορούν μόνο την εκμετάλλευση των πόρων της υφαλοκρηπίδας και της Αποκλειστικής Οικονομικής Ζώνης.
Διαχρονικά, έχουν γίνει πολλές διπλωματικές προσπάθειες για την επίλυση της ελληνοτουρκικής διαφοράς, με κορυφαία τη Σύνοδο του Ελσίνκι το 1999, όταν η Ευρωπαϊκή Ένωση συνέδεσε την επίλυση των διμερών διαφορών με την ενταξιακή πορεία της Τουρκίας. Παρόλο που υπήρξε η δυνατότητα παραπομπής της διαφοράς στο Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης, η Τουρκία δεν προχώρησε στη δέσμευση αυτή, κάτι που αποτελεί μια σημαντικά χαμένη ευκαιρία για την ειρηνική επίλυση της διαφοράς.
Προκειμένου να κατανοηθεί καλύτερα η πρακτική των διεθνών δικαστηρίων σχετικά με την οριοθέτηση θαλασσίων ζωνών, είναι απαραίτητο να εξετάσουμε ορισμένες ενδεικτικές αποφάσεις που διαμορφώνουν τη διεθνή νομολογία. Η εξέταση αυτών των υποθέσεων προσφέρει κρίσιμα διδάγματα για την ελληνοτουρκική περίπτωση και αναδεικνύει τις βασικές αρχές που εφαρμόζονται στην πράξη από τα διεθνή δικαιοδοτικά όργανα.
Η υπόθεση Μπαγκλαντές–Μιανμάρ (2012) είναι επίσης ιδιαίτερα ενδεικτική, με το Διεθνές Δικαστήριο Θαλάσσης να κρίνει πως τα νησιά που βρίσκονται σε τέτοιες θέσεις που διαστρεβλώνουν την οριοθέτηση δεν πρέπει να λαμβάνουν πλήρη δικαιώματα. Πιο αναλυτικά στην υπόθεση αυτή, το Διεθνές Δικαστήριο για το Δίκαιο της Θάλασσας (ITLOS) κλήθηκε να καθορίσει την οριοθέτηση της υφαλοκρηπίδας και της ΑΟΖ μεταξύ των δύο χωρών στον Κόλπο της Βεγγάλης. Η κρίσιμη διαφωνία αφορούσε τη θέση του νησιού St. Martin’s του Μπαγκλαντές, το οποίο βρίσκεται κοντά στις ακτές της Μιανμάρ. Το δικαστήριο έκρινε ότι το νησί St. Martin’s, παρά το ότι είναι κατοικημένο, δεν έπρεπε να λάβει πλήρη επήρεια στην οριοθέτηση, προκειμένου να αποφευχθεί η δημιουργία δυσανάλογου αποτελέσματος. Συγκεκριμένα, το δικαστήριο επέλεξε τη μέθοδο της μέσης γραμμής αρχικά, αλλά στη συνέχεια πραγματοποίησε προσαρμογές για την επίτευξη μιας πιο δίκαιης και αναλογικής οριοθέτησης. Αυτή η απόφαση είναι κρίσιμη γιατί τονίζει ότι ακόμη και κατοικημένα νησιά μπορούν να έχουν περιορισμένη επήρεια εάν η πλήρης εφαρμογή της θα δημιουργούσε προφανείς ανισότητες.
Η περίπτωση της Ρουμανίας–Ουκρανίας (2009) είναι χαρακτηριστική, καθώς το μικρό Νησί των Όφεων δεν έλαβε πλήρη δικαιώματα λόγω της περιορισμένης γεωγραφικής και οικονομικής του σημασίας. Στην υπόθεση αυτή το Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης κλήθηκε να αποφασίσει σχετικά με το καθεστώς του Νησιού των Όφεων στη Μαύρη Θάλασσα. Το συγκεκριμένο νησί, που ανήκει στην Ουκρανία, είναι κατοικημένο και διαθέτει υποδομές, αλλά βρίσκεται απομονωμένο και κοντά στις ακτές της Ρουμανίας. Το Δικαστήριο έκρινε ότι το νησί, παρά την ύπαρξη υποδομών, δεν μπορούσε να έχει πλήρη επίδραση στην οριοθέτηση υφαλοκρηπίδας και ΑΟΖ, διότι αυτό θα οδηγούσε σε σοβαρή γεωγραφική και αναλογική στρέβλωση εις βάρος της Ρουμανίας. Ως αποτέλεσμα, το Δικαστήριο περιόρισε σημαντικά την επήρεια του νησιού, κάτι που αναδεικνύει τη σημασία της αναλογικότητας και των γεωγραφικών χαρακτηριστικών στην οριοθέτηση θαλασσίων ζωνών.
Ιδιαίτερα ενδιαφέρουσα και μείζονος σημασίας είναι και η υπόθεση Νικαράγουας–Κολομβίας (2012), όπου τονίστηκε η αρχή της μη ενθυλάκωσης των νησιών, ώστε να διασφαλιστούν δίκαια και ισορροπημένα δικαιώματα για όλα τα κράτη. Η υπόθεση αυτή αφορούσε την οριοθέτηση των θαλάσσιων ζωνών στην Καραϊβική Θάλασσα. Το Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης κλήθηκε να οριοθετήσει την υφαλοκρηπίδα και την ΑΟΖ μεταξύ των δύο κρατών, λαμβάνοντας υπόψη τη θέση μικρών νησιών και βραχονησίδων της Κολομβίας. Το Δικαστήριο έκρινε ότι τα νησιά αυτά δεν μπορούσαν να έχουν πλήρη επήρεια, καθώς αυτό θα δημιουργούσε υπερβολικές ανισορροπίες εις βάρος της Νικαράγουας. Εφάρμοσε έτσι την αρχή της περιορισμένης επήρειας και απέφυγε την πλήρη ενθυλάκωση των νησιών, δίνοντας τους μικρές και περιορισμένες θαλάσσιες ζώνες. Η απόφαση αυτή αποτελεί χρήσιμο προηγούμενο για την περίπτωση του Αιγαίου, καθώς δείχνει ότι η επήρεια των νησιών είναι συνάρτηση της γεωγραφικής θέσης και του αποτελέσματος που θα προκύψει.
Κλείνοντας, υπογραμμίζω ότι η πιο αποτελεσματική και δίκαιη λύση είναι η προσφυγή στο Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης ή το Διεθνές Δικαστήριο για το Δίκαιο της Θάλασσας που θα διασφαλίσει διαφάνεια, δικαιοσύνη και σταθερότητα για την περιοχή.


