Η επενδυτική πολιτική της ΕΕ μετά την υπογραφή της CETA: το νέο ρυθμιστικό πλαίσιο για τις άμεσες ξένες επενδύσεις
Προβολή/ Άνοιγμα
Λέξεις κλειδιά
CETA ; Deep Trade Agenda ; Ρυθμιστικό/κανονιστικό πλαίσιο ; US BIT Model ; Canadian FIPA Model ; Καναδάς ; Στρατηγική Global Europe ; Στρατηγική Trade for All ; Περιφερισμός ; Περιφερειακές Εμπορικές Συμφωνίες ; ISDS-Investment-State Dispute Settlement ; Εισαγωγή και εξαγωγή ρυθμιστικού πλαισίου ; UNCITRAL ; Αρχή της απαγόρευσης των διακρίσεων ; Αρχή του Πλέον Ευνοούμενου Κράτους ; Δικαίωμα του κράτους να προβεί σε απαλλοτρίωση ; Δόλιες και αβάσιμες προσφυγές ; Άμεσες ξένες επενδύσεις ; Κανονιστική εναρμόνιση ; Εξωτερική διάσταση της επενδυτικής πολιτικής της ΕΕ ; Δίκαιη και ισότιμη μεταχείριση ; Εθνική μεταχείρισηΠερίληψη
Η υπογραφή της CETA (Comprehensive Economic and Trade Agreement), της πρώτης εμπορικής συμφωνίας νέας γενιάς, μεταξύ της ΕΕ και του Καναδά, αποτέλεσε σημείο-σταθμό στην εξέλιξη της εξωτερικής διάστασης της επενδυτικής πολιτικής της ΕΕ και πιο συγκεκριμένα του ρυθμιστικού πλαισίου που διέπει τις Άμεσες Ξένες Επενδύσεις. Για πρώτη φορά περιελήφθησαν σε μια εμπορική συμφωνία τέτοιας εμβέλειας διατάξεις που αφορούν σε μεγάλο βαθμό ζητήματα «βαθιού» εμπορίου (deep trade issues), δηλαδή ζητήματα που αφορούν τη βαθύτερη ρυθμιστική και κανονιστική εναρμόνιση μεταξύ των κρατών της ΕΕ και του Καναδά. Οι διατάξεις που αφορούν το πλαίσιο που θα ρυθμίζει τις Άμεσες Ξένες Επενδύσεις (απαγόρευση των διακρίσεων, δίκαιη και ισότιμη μεταχείριση, αναγκαστική απαλλοτρίωση, ρυθμιστικό δικαίωμα του κράτους, μηχανισμοί επίλυσης διαφορών μεταξύ κράτους και επενδυτών) αποτέλεσαν ένα από τα πιο αμφιλεγόμενα ζητήματα κατά τη διάρκεια των διαπραγματεύσεων τόσο λόγω του τρόπου με τον οποίο αυτές διαμορφώθηκαν όσο και του ίδιου του περιεχομένου τους. Η σημασία τους για το διεθνές και κοινοτικό εμπόριο αλλά και για το οικονομικό και πολιτικό μέλλον της ΕΕ είναι ιδιαίτερα μεγάλη.
Βασικός στόχος της παρούσας εργασίας είναι η παροχή εμπεριστατωμένων απαντήσεων σε τρία βασικά ερωτήματα. Πρώτον, οι επενδυτικές διατάξεις της CETA αντικατοπτρίζουν την καναδική ρυθμιστική οπτική (και επομένως αποτέλεσαν «εισαγωγές» ρυθμίσεων και πολιτικών από τον Καναδά και τις ΗΠΑ) ή την κοινοτική οπτική (επομένως μπορούν να χαρακτηριστούν ως «εξαγωγές» της ΕΕ); Δεύτερον, ποιο από τα κυρίαρχα εννοιολογικά μοντέλα τα οποία επιχειρούν να εξηγήσουν την ισχύ και την επιρροή της ΕΕ ως εμπορικού, οικονομικού και ρυθμιστικού δρώντα στο διεθνές σύστημα (ΕΕ ως κανονιστική, πολιτική, οικονομική δύναμη, ΕΕ ως κανονιστική αυτοκρατορία, δύναμη των Βρυξελλών, ΕΕ ως εισαγωγέας του διεθνούς ρυθμιστικού πλαισίου, κ.α.) εξηγεί καλύτερα το τελικό αποτέλεσμα της διαπραγμάτευσης όσον αφορά τις διατάξεις που αφορούν τις Άμεσες Ξένες Επενδύσεις; Τρίτον, ποια είναι τα γενικά συμπεράσματα τα οποία μπορούμε να συνάγουμε σχετικά με τη στάση που θα κρατήσει η ΕΕ αναφορικά με την εξωτερική διάσταση της επενδυτικής της πολιτικής με βάση την εμπειρία της CETA;
Όσον αφορά τη μεθοδολογία που ακολουθήσαμε, αυτή βασίστηκε πρωτίστως στη σύγκριση μεταξύ των διατάξεων των βασικών επενδυτικών μοντέλων (του Καναδά και των ΗΠΑ) και των διατάξεων που περιλαμβάνονται σε υπάρχουσες κοινοτικές συμφωνίες, στο γερμανικό επενδυτικό μοντέλο, σε επίσημα κείμενα της ΕΕ στα οποία είχαν παρουσιαστεί, πριν από τη σύναψη της συμφωνίας, οι προθέσεις της για τη διαμόρφωση του επενδυτικού ρυθμιστικού πλαισίου (ατζέντα Global Europe, Ανακοίνωση «Προς μια συνολική ευρωπαϊκή διεθνής επενδυτική πολιτική» και το Concept Paper «Οι επενδύσεις στην ΤΙΡΡ και πέρα, ο δρόμος προς τη μεταρρύθμιση»).
Το πρώτο συμπέρασμα στο οποίο θα καταλήξουμε είναι πως οι διατάξεις αποτελούν ένα ισορροπημένο μείγμα μεταξύ του επενδυτικού ρυθμιστικού πλαισίου του Καναδά (όπως αυτό αποτυπώνεται στο καναδικό μοντέλο FIPA) και του κοινοτικού ρυθμιστικού πλαισίου που η ΕΕ επιχειρεί να προωθήσει στις συμφωνίες νέας γενιάς. Τα σημεία εκείνα στα οποία η ΕΕ πέτυχε την εξαγωγή του δικού της ρυθμιστικού πλαισίου και στόχων αφορούσαν την επίλυση ζητημάτων που απασχόλησαν έντονα την ευρωπαϊκή Κοινωνία των Πολιτών (διαφάνεια, δυνατότητα των πολυεθνικών να προσφύγουν στους διεθνείς μηχανισμούς επίλυσης των διαφορών μεταξύ των επενδυτών και των κρατών, διατήρηση της ρυθμιστικής ικανότητας του κράτους). Αντίθετα, τα σημεία εκείνα όπου η επίδραση του Καναδά είναι πιο έντονη και επομένως μπορούμε να μιλάμε για εισαγωγή είναι εκείνα που συμβάλλουν στη διαμόρφωση ενός περιβάλλοντος πιο φιλικού για τους επενδυτές. Με αυτό τον τρόπο διαπιστώνουμε πως η ΕΕ επιδιώκει να «διαχειριστεί την παγκοσμιοποίηση» και να συνδυάσει δύο ως ένα βαθμό αντικρουόμενους στόχους: την προσέλκυση επενδύσεων και τη διατήρηση της κρατικής και κοινοτικής ρυθμιστικής επιρροής.
Παράλληλα θα διαπιστώσουμε πως αρκετά από τα βασικά εννοιολογικά μοντέλα που χρησιμοποιούνται για να επεξηγήσουν τη θέση της ΕΕ ως ρυθμιστικής, οικονομικής και εμπορικής δύναμης μπορούν να εξηγήσουν σε διαφορετικό βαθμό το τελικό περιεχόμενο των διατάξεων. Ωστόσο, το μοντέλο που κυριαρχεί να είναι εκείνο του Young σύμφωνα με το οποίο η ΕΕ αποτελεί ένα σημαντικό ρυθμιστικό δρώντα σε συγκεκριμένα ζητήματα και υπό συγκεκριμένες προϋποθέσεις. Τέλος θα εξάγουμε μία σειρά από πιο γενικά συμπεράσματα σχετικά με τη γενικότερη στάση της ΕΕ σχετικά με τις ΑΞΕ, το μέλλον του διεθνούς εμπορίου και της θέσης της σε αυτό.