Η θέση της Ουκρανίας στο σύστημα ισορροπίας δυνάμεων : από το 18ο αιώνα έως τον 21ο αιώνα
Προβολή/ Άνοιγμα
Λέξεις κλειδιά
Γεωπολιτική ; Ισχύς ; Ισορροπία δυνάμεων ; Ουκρανία ; Παγκόσμια πολιτική ; Εξωτερική πολιτικήΠερίληψη
Η παρούσα διπλωματική εργασία διευρευνά τη θέση της Ουκρανίας στο σύστημα ισορροπίας δυνάμεων απο τον 18ο έως και τον 21ο αιώνα. Στο άρθρο 18 του Συντάγματος της Ουκρανίας σημειώνεται: «Η εξωτερική πολιτική της Ουκρανίας αποσκοπεί στη διασφάλιση των εθνικών συμφερόντων και της ασφάλειάς της, με τη διατήρηση της ειρηνικής και αμοιβαίας επωφελής συνεργασίας με τη διεθνή κοινότητα, σύμφωνα με τις γενικά αποδεκτές αρχές και τους κανόνες του διεθνούς δικαίου». Μετά την ανακήρυξη της Ουκρανίας, ως ανεξάρτητο κράτος, πολλά στάθηκαν ως εμπόδιο στο σχηματισμό μιας θετικής εικόνας προς τα έξω, δεδομένου ακόμη και του γεγονότος ότι άνηκε στη Σοβιετική Ένωση, κάτι το οποίο συνέβαλε στην «επιφυλακτική» στάση απέναντι της. Επιπλέον, τα οικονομικά προβλήματα, όπως ο πληθωρισμός, τα κλεισίματα εγκαταστάσεων, ο ρυθμός ανάπτυξης, κλπ., δημιούργησαν μια εικόνα αστάθειας. Τώρα, η Ουκρανία ελπίζει για μια συγκεκριμένη θέση της Ευρωπαϊκής Ένωσης, όσον αφορά τη μελλοντική ένταξή της σε αυτήν και όσον αφορά την εξωτερική της πολιτική, η οποία καθοδηγείται όχι από το νόμο, όπως ορίζεται από το Σύνταγμα (άρθρο 92, σ.9) ,αλλά από τις «βασικές κατευθυντήριες γραμμές της εξωτερικής πολιτικής της Ουκρανίας», οι οποίες εγκρίθηκαν από το Ανώτατο Συμβούλιο το 1993. Η Ουκρανία κατέχει μια ισορροπημένη, συνεκτική και αποφασιστική εξωτερική πολιτική, ενώ αντίστοιχα, οι κύριες κατευθύνσεις της σε γενικές γραμμές παραμένουν αμετάβλητες από την ανεξαρτησία της το 1991. Με την κατάρρευση της Σοβιετικής Ένωσης, το οποίο ήταν και το τελικό στάδιο στον προοδευτικό κατακερματισμό του μεγάλου σινοσοβιετικού κομμουνιστικού συνασπισμού, δημιουργήθηκε μια μνημειώδη γεωπολιτική σύγχυση, με κυρίαρχο την Ουκρανία και την προσπάθεια της να βρει την γεωγραφική της ταυτότητα στο νέο πολυπολικό σύστημα ισορροπίας δυνάμεων, αφήνοντας τη Ρωσία,ως έναν απλό παρατηρητή στην τότε διεθνή σκηνή μετά το 1991. Αναλυτικότερα, μέσα από τη βιβλιογραφική ανασκόπηση, στο πρώτο κεφάλαιο γίνεται ανάλυση της θεωρητικής προσέγγισης του φαινομένου της γεωπολιτικής και την σύνδεσή του με τις δυο τάσεις του διεθνούς συστήματος, πριν και μετά τη διάλυση της Σοβιετικής Ένωσης. Στο δεύτερο κεφάλαιο, γίνεται ανάλυση της ιστορίας της Ουκρανίας, του ρόλου της στη διεθνή σκηνή κατά την διάρκεια των πολέμων και των σχέσεων της με τη Ρωσία την εποχή εκείνη. Εξετάζεται επιπλέον η Κριμαία, ως σημείο αντιπαράθεσης μεταξύ των δύο χωρών και η σημασία της για την κάθε μία από αυτές χώρες μέχρι και σήμερα. Όσον αφορά την κατοχή και την προσάρτηση της Κριμαίας, θα μπορούσε να ειπωθεί πως είναι το τελικό στάδιο πολλών προσπαθειών της Ρωσίας στο πλαίσιο της εσωτερικής σύγκρουσης που προέκυψε και πριν από την κατάρρευση της ΕΣΣΔ, το οποίο πέρασε διάφορα στάδια και τελικά οδήγησε στην κατάληψη της χερσονήσου και του «υβριδιακού» πολέμου στο Ντονμπάς. Υπήρχαν πολλές προσπάθειες εκ μέρους της Ρωσικής Ομοσπονδίας για κατοχή και προσάρτηση της Κριμαίας, η τελευταία προσπάθεια έγινε το Φεβρουάριο του 2014, όπου και υλοποιήθηκε στη χερσόνησο, η ιδέα για αποσχιστικές τάσεις. Το επίκεντρο δεν ήταν οι εσωτερικές πολιτικές δυνάμεις της Κριμαίας, αλλά η χρήση της στρατιωτικής ισχύος των Ρώσων, και έτσι η προσάρτηση της Κριμαίας δεν ήταν το αποτέλεσμα των αντιφάσεων μεταξύ των φιλο-ουκρανικών και των αποσχιστικών πολιτικών ιδεολογιών. Μετά την ανεξαρτησία της Ουκρανίας το 1991, το Κίεβο έδωσε στην Κριμαία ένα αυτόνομο καθεστώς, εξαιτίας της παρουσίας του ιστορικού λαού των Τατάρων στην χερσόνησο. Αυτό το καθεστώς έδωσε στην Κριμαία δικές της αρμοδιότητες και εξουσίες οικονομικές και πολιτιστικές αλλά δεν της έδωσε το δικαίωμα να εγκαταλείψει την Ουκρανία. Με βάση το Διεθνές Δίκαιο κανένα δικαίωμα απόσχισης δεν μπορεί να αναγνωριστεί. Ως αποτέλεσμα όμως, το Μάρτιο του 2014 η κατοχή της Κριμαίας ήταν το πρώτο βήμα όσον αφορά το σχέδιο του προέδρου Πούτιν. Το δεύτερο βήμα ήταν η δημιουργία χαοτικής κατάστασης στην Ανατολική πλευρά της Ουκρανίας, με στόχο την αποδυνάμωση του Κιέβου. Δυστυχώς η κατάσταση αυτή ακόμη εκλαμβάνει χώρα, με τραγικές συνέπειες για το κράτος και την οικονομία. Οι σχέσεις μεταξύ Ρωσίας - Ουκρανίας βρίσκονται υπο τεντωμένου σκοινί, με τις Η.Π.Α και τη Δύση να παίζουν το ρόλο του διαμεσολαβητή με τυπικές και άτυπες συμφωνίες, με αυστηρές κυρώσεις που πλήττουν στη Ρωσία τους τομείς των τραπεζών, της άμυνας και του πετρελαίου, με την ελπίδα πως η αυτή θα εκπληρώσει τις υποχρεώσεις που απορρέουν απο τη συμφωνία εκεχειρίας του Μινσκ. Στο τρίτο κεφάλαιο, εξετάζεται η αμερικανική εξωτερική πολιτική, όσον αφορά τις σχέσεις που έχει αναπτύξει με την Ουκρανία κατά τη τελευταία 20ετία αλλά και το πως επηρέσαν αυτές οι σχέσεις με τη σειρά τους και άλλους παράγοντες της διεθνής σκηνής, Η γεωπολιτική επιρροή των ΗΠΑ στο μετα-κομμουνιστικό κράτος αποτελεί συνέχεια της γενικής πολιτικής τους στην Κεντρική Ευρώπη, η οποία είναι βασισμένη στην ελκυστικότητα της περιοχής στις ευρωατλαντικές δομές. Αυτό οφείλεται στο Ευρω-Ατλαντικό Συμβούλιο Σύμπραξης, στο πρόγραμμα «Σύμπραξη για την Ειρήνη», έναν μηχανισμό συνεργασίας,αλλά και στην πλήρη ένταξη στη Δυτικοευρωπαϊκή Ένωση, στην Ευρωπαϊκή Ένωση και στις ευρωατλαντικές δομές, και τέλος εξετάζονται και οι σχέσεις της Ουκρανίας με το ΝΑΤΟ. Επιπλέον στο τέταρτο κεφάλαιο, περιγράφονται οι σχέσεις με ευρωπαικούς θεσμούς, όπως η Ευρωπαική Ένωση αλλά και της επιρροής που άσκησε η σύγκρουση μεταξύ Ουκρανίας - Ρωσίας στη γεωπολιτική ισορροπία του κόσμου. Το ευρωπαϊκό μονοπάτι της ολοκλήρωσης είναι σίγουρα αναγκαίο, επειδή η Ουκρανία είναι ένα ευρωπαϊκό κράτος. Στην Ευρώπη μπορεί κανείς να βρίσκεται, είτε να είναι, είτε να υπάρχει αλλά προς το παρόν η Ουκρανία εξακολουθεί να μην έχει πολλά με τα οποία θα μπορούσε να οδηγηθεί προς τη Δύση, με εξαίρεση τις πρώτες ύλες και το φθηνό εργατικό δυναμικό, το οποίο εμποδίζει σε μεγάλο βαθμό όμως την ανάπτυξη των ισότιμων σχέσεων. Στο πέμπτο κεφάλαιο, γίνεται ανάλυση του ρόλου της σύγχρονης Ουκρανίας στη διαμόρφωση και εφαρμογή της ισορροπίας ισχύος, όπου η θέση της, ως ενός νέου και σημαντικού χώρου στην ευρασιατική σκακιέρα, δημιουργεί ένα γεωπολιτικό άξονα, διότι η ίδια η ύπαρξή της, ως μιας ανεξάρτητης χώρας, βοηθά το μετασχηματισμό της Ρωσίας, όπου χωρίς την Ουκρανία, η Ρωσία παύει να είναι μια ευρασιατική αυτοκρατορία. Ωστόσο όμως, η υπερβολική προσέγγιση μεταξύ Μόσχας και Κιέβου, επίσης, δεν ανταποκρίνεται στα εθνικά συμφέροντα της Ουκρανίας ή της στρατηγικής της Δύσης. Έτσι, η εξωτερική πολιτική της Ουκρανίας, σε αυτό το σημείο, αναγκάζεται να ισορροπήσει πάνω στα λεπτά όρια των δυνατοτήτων, που απαιτούν λεπτή προσέγγιση και αληθινή τέχνη συμβιβασμού. Στο μέλλον, αυτό αλλά και άλλες περιφερειακές δομές θα μπορέσουν να γίνουν υποσυστήματα ενός ολοκληρωμένου ευρωπαϊκού συστήματος ασφάλειας. Όσον αφορά την πολιτική της Ουκρανίας για τη Ρωσία σε διμερές επίπεδο, καθ' όλη τη πολυπλοκότητα της εγχώριας οικονομικής κατάστασης και της εξάρτησης της θα πρέπει τελικά να βγουν από τη βάση, για να κατανοηθούν οι δυνάμεις και οι δυνατότητες των 42,000,000 ανθρώπων ενός κυρίαρχου ευρωπαϊκού κράτους. Και τέλος, στο έκτο κεφάλαιο αναγράφονται τα συμπεράσματα της διπλωματικής εργασίας και πιθανές μελλοντικές προβλέψεις, όπου ένα τελικό συμπέρασμα θα μπορούσε να είναι, ότι η πολιτική του «να είσαι ο εαυτός σου» - δεν είναι μια πολιτική της αυτο-απομόνωσης, αντιθέτως, είναι η ισχυρότερη πολιτική, μια πολιτική που έχει ως στόχο να αποκτήσει πραγματικό αυτο-σεβασμό στην παγκόσμια κοινότητα. Αυτή η προσέγγιση θα πρέπει να γίνει κυρίαρχη στις σχέσεις της Ουκρανίας με τη Ρωσία. Θα πρέπει να είναι πολιτική σχέσης των δύο ισότιμων κυρίαρχων κρατών και με βάση το διεθνές δίκαιο να προσπαθούν να επεκτείνουν το πεδίο εφαρμογής μιας ενδεχόμενης συνεργασίας και να περιορίσουν το πεδίο του ανταγωνισμού και της αντιπαράθεσης. Θα πρέπει να διεξάγουν τη δική τους εσωτερική και εξωτερική πολιτική, να διακηρύσσουν την ουδετερότητα ή τη μη ευθυγράμμιση, να δημιουργούν οικονομικές, πολιτικές και στρατιωτικές συμμαχίες, να οργανώνουν συμμαχίες και συνασπισμούς, αλλά να το πράττουν με βάση τα εθνικά συμφέροντα και την εθνική ασφάλεια. Μόνο μια τέτοια προσέγγιση μπορεί να διασφαλίσει την αποτελεσματική εφαρμογή της εξωτερικής πολιτικής στρατηγικής της Ουκρανίας στην πρώην Σοβιετική Ένωση και στην Ευρώπη, ως σύνολο. Η θεωρία του Ρεαλισμού κατά τη διάρκεια της εκπόνησης της διπλωματικής εργασίας συνέβαλε στην επεξήγηση των κρατικών συμπεριφορών. Η αναρχία, κύριο στοιχείο της θεωρίας, μας επεξηγεί ότι το διεθνές σύστημα είναι άναρχο, χωρίς κάποια μέγιστη εξουσία υπεράνω και ότι τα κράτη είναι κυρίαρχα για την επιβίωση τους και δρουν ορθολογικά, σύμφωνα με τον ορθολογισμό, αυτός ο τρόπος σκέψης επιβάλει την ανάλυση κόστους-οφέλους, όπου εδώ τα κράτη προτού καταλήξουν σε μια απόφαση και ενεργήσουν ανάλογα, αναλύουν τις επιλογές του και επιλέγουν εκείνη, η οποία θα τους επιφέρει το μεγαλύτερο όφελος.